Σε ερωτήσεις δημοσιογράφων απάντησαν η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, και ο Θεοδόσης Μιχαλόπουλος, γενικός διευθυντής της Microsoft Ελλάδας, Κύπρου και Μάλτας, μετά το πέρας της εκδήλωσης για την απόδοση του έργου «Αρχαία Ολυμπία: Κοινός Τόπος» που εγκαινίασε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Το έργο είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και της Microsoft Corp και ρ.
«Το πρώτο κριτήριο για την επιλογή της Αρχαίας Ολυμπίας ήταν η σημασία και η σημαντικότητα του χώρου και των αξιών του. Το δεύτερο κριτήριο ήταν ότι είναι ένας χώρος ο οποίος έχει μελετηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία και από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Επομένως υπήρχαν τα απόλυτα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα που επέτρεπαν μια αναπαράσταση και αποκατάσταση ψηφιακή, η οποία θα βασιζόταν απολύτως -όπως και βασίζεται και αυτό είναι το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα- στην επιστημονική δεοντολογία και στα επιστημονικά δεδομένα, έτσι όπως είναι αποδεκτά από τη διεθνή επιστημονική γνώμη», δήλωσε η κ. Μενδώνη, απαντώντας σε σχετική ερώτηση.
Η υπουργός πρόσθεσε ότι «μια από τις προκλήσεις μας ήταν να μπορέσουμε να αποδώσουμε ψηφιακά τα μνημεία και το ιερό με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι προσιτά στον μέσο χρήστη ενός κινητού τηλεφώνου ή μιας ταμπλέτας ή ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει ακόμα περισσότερο σε λεπτομέρειες, αλλά αυτό θα προϋπέθετε ότι οι χρήστες θα έπρεπε να έχουν ακριβά κινητά, ακριβές συσκευές και αυτό ήταν κάτι που θέλαμε να αποφύγουμε. Ο σκοπός μας ήταν το συγκεκριμένο προϊόν να είναι προσιτό στο σύνολο των επισκεπτών, στο σύνολο των χρηστών του διαδικτύου και των κινητών συσκευών. Ήταν πολύ συνειδητή επιλογή», δήλωσε η κ. Μενδώνη.
«Το πρότζεκτ είναι μέρος μιας ευρύτερης πλατφόρμας που έχουμε για τη διατήρηση μνημείων, γλωσσών, πολιτιστικής κληρονομιάς, το AI for Cultural Heritage. Όμως το συγκεκριμένο είναι το μεγαλύτερο που έχει γίνει σε αυτή τη διάσταση, οπότε όταν κάνεις τέτοιο πρότζεκτ για πρώτη φορά μαθαίνεις», ανέφερε ο Θεοδόσης Μιχαλόπουλος, ενώ όσον αφορά τη δυνατότητα διερεύνησης της εφαρμογής και σε άλλους χώρους, διευκρίνισε ότι «υπάρχει η βάση για να σκεφτούμε ποιο θα είναι το επόμενο βήμα και πού υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη. Για μένα η ψηφιοποίηση πρέπει να έχει κάποιο σκοπό για να βελτιώσει την εμπειρία. Δεν θέλουμε να κάνουμε τεχνολογία για την τεχνολογία», σημείωσε. Από την πλευρά της η κ. Μενδώνη υπογράμμισε ότι «το μέλλον όλων των πολιτιστικών οργανισμών είτε αφορούν τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς είτε αφορούν τον σύγχρονο πολιτισμό, είτε είναι δημόσιοι είτε ιδιωτικοί, είναι η μετάβαση και ο μετασχηματισμός τους μέσω της τεχνολογίας». Ωστόσο, επισήμανε ότι «το γεγονός ότι έχουμε πλέον το λογισμικό και την υποδομή από το συγκεκριμένο πρόγραμμα, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να το εφαρμόσουμε άκριτα σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους, διότι το βασικό μας κριτήριο είναι η επιστημονική τεκμηρίωση. Επομένως πρέπει να επιλέξουμε χώρους οι οποίοι είναι μελετημένοι, οι προσεγγίσεις των επιστημόνων είναι αποδεκτές από την επιστημονική κοινότητα προκειμένου να πάμε σε εφαρμογές απολύτως πιστές στην επιστημονική δεοντολογία. Διαφορετικά είναι πολύ εύκολο να παρεκτραπείς, να δημιουργήσεις προϊόντα τα οποία δεν έχουν την επιστημονική ακρίβεια και πολλές φορές κινδυνεύεις, αν δεν είσαι πολύ πιστός σε αυτή την αρχή, να φτάσεις και σε όρια κιτς».
Τέλος, ως προς την επισκεψιμότητα αρχαιολογικών χώρων και μνημείων και κατά πόσο τέτοιες εφαρμογές την ευνοούν, η κ. Μενδώνη τόνισε ότι στατιστικές από προγράμματα στο διαδίκτυο «δείχνουν ότι οι διαδικτυακές ξεναγήσεις και περιηγήσεις λειτουργούν προσθετικά, με φυσική επισκεψιμότητα, κι αυτό αφορά το σύνολο μνημείων και χώρων πολιτιστικού ενδιαφέροντος παγκοσμίως. Όταν προβάλλονται διαδικτυακά, αυτομάτως γεννάται η επιθυμία της επίσκεψης στον ίδιο τον χώρο για να ζήσει κανείς την εμπειρία. Πρέπει να είναι σαφές, προγράμματα σαν αυτό που αποδίδουμε στο κοινό είναι πάρα πολύ σημαντικά, είναι εμπειρίες για τους χρήστες, όμως η εμπειρία επίσκεψης στον ίδιο τον αρχαιολογικό χώρο και στο μνημείο είναι κάτι το ανεπανάληπτο κι αυτό είναι κοινός τόπος σε όλο τον κόσμο και σε όλους τους επισκέπτες», συμπλήρωσε.
Πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ