Το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην κοιτίδα τους έχει πολύ μακρά ιστορία, σχεδόν δύο αιώνων, όταν το 1842 ετέθη για πρώτη φορά από τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή τότε γραμματέα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδα το θέμα αυτό συνδέθηκε με το όνομα της Μελίνας Μερκούρη από το 1982 αλλά όλες οι κυβερνήσεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έθεταν κατά καιρούς το ζήτημα της επιστροφής των Ελγίνειων μαρμάρων στις βρετανικές κυβερνήσεις.
Πάντως το 1982 θεωρείται έτος σταθμός για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, καθώς στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO για την Πολιτιστική Πολιτική στο Μεξικό, η τότε υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη προέβαλε το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για την επιστροφή των Γλυπτών.
Η ελληνική αντιπροσωπεία υπέβαλε σχετικό σχέδιο σύστασης υπέρ της επιστροφής του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα στην Ελλάδα, το οποίο και υπερψηφίστηκε με 56 ψήφους υπέρ, 12 κατά και 24 αποχές. Τον Οκτώβριο του 1984 η Ελλάδα υπέβαλε νέο επίσημο αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, που απορρίφθηκε από τη βρετανική πλευρά.
Το ίδιο έτος, επίσης, η Ελλάδα κατέθεσε επίσημο αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην UNESCO, το οποίο ενεγράφη στην ημερήσια διάταξη της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσής τους ή την Απόδοσή τους σε Περίπτωση Παράνομης Κτήσης.
Δεκαεφτά χρόνια αργότερα, το 1999 το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο έλαβε δεσμευτική απόφαση, σημειώνοντας πως θεωρεί ότι η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα θα αποτελούσε μια καίρια ενέργεια για την προώθηση της κοινής ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς και καλούσε την κυβέρνηση της Βρετανίας να εξετάσει θετικά το αίτημα της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στον φυσικό τους χώρο.
Το 2002 οι υπουργοί Πολιτισμού των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, που συναντήθηκαν στη Θεσσαλονίκη ύστερα από πρόσκληση του τότε υπουργού Πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου, συμφώνησαν μεταξύ άλλων πως η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα είναι «υποχρέωση της σύγχρονης ανθρωπότητας απέναντι στο κορυφαίο μνημείο του κλασικού πολιτισμού».
Τον Οκτώβριο του 2002 ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης συναντά κατ’ ιδίαν τον τότε Βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ και του θέτει το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα παραδίδοντάς του μάλιστα και ένα συνοπτικό σημείωμα με τις ελληνικές θέσεις, ενώ του δώρισε και τη βιογραφία του Λόρδου Βύρωνα από τη Φιόνα Μακάρθι όπου γινόταν εκτενής αναφορά στα Γλυπτά.
Ακολούθησε μια ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των δύο πρωθυπουργών και ως γνωστόν ο Τόνι Μπλερ ακολουθώντας την πάγια πολιτική των Βρετανικών κυβερνήσεων «κρύφτηκε» πίσω από τις αποφάσεις της διοίκησης του Βρετανικού Μουσείου, όταν την ίδια στιγμή ο κ. Σημίτης τον καλούσε σε μια κίνησης «πολιτικής χειρονομίας» καθώς ήταν σαφές ότι η τύχη των Γλυπτών του Παρθενώνα θα κριθεί σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων και μάλιστα στο ανώτατο επίπεδο.
Αυτή άλλωστε ήταν η στρατηγική που ακολουθήθηκε τότε για πρώτη φορά και με το επιπλέον επιχείρημα ότι επίκειτο η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 από την Αθήνα.
Λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 9 Οκτωβρίου 2007 το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα έθεσε ο Κώστας Καραμανλής κατά την ξενάγηση του τότε προέδρου της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο στο υπό ανέγερση νέο μουσείο της Ακρόπολης, ενώ το θέμα αυτό έθιξε ο τότε πρωθυπουργός κ. Καραμανλής και κατά τα εγκαίνια του νέου Μουσείου της Ακρόπολης.
Το 2014 και συγκεκριμένα την 1η Απριλίου εκείνου του χρόνου ήταν η σειρά του Αντώνη Σαμαρά που τότε ήταν πρωθυπουργός να θέσει θέμα επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα κατά τη διάρκεια δείπνου του Ecofin στο εστιατόριο του Μουσείου της Ακρόπολης, τονίζοντας ότι από το μουσείο «λείπουν τα κλεμένα μάρμαρα».
Μάλιστα το Δεκέμβριο του 2014 ήταν και η χρονιά που το Βρετανικό Μουσείο εγκατέλειψε το δόγμα περί αμετακίνητων Γλυπτών και δάνεισε το άγαλμα του Ιλισσού στο μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης, γεγονός που προκάλεσε την οργή του Αντώνη Σαμαρά κάνοντας λόγο για προκλητική απόφαση των Βρετανών που αρνούνται την επανένωση των Γλυπτών τη στιγμή που με την κατασκευή του νέου Μουσείου της Ακρόπολης έχει καταρριφθεί και το τελευταίο τους επιχείρημα για τη δημιουργία κατάλληλου χώρου να τα στεγάσει.
Στο μεταξύ είχε μεσολαβήσει το φθινόπωρο του 2014 η επίσκεψη της συζύγου του Τζορτζ Κλούνει, Αμάλ Αλαμουντίν στην Αθήνα και η συνάντησή της με τον τότε πρωθυπουργό προκειμένου το δικηγορικό της γραφείο να παράσχει νομικές συμβουλές στη χώρα μας για τη διεκδίκηση των Γλυπτών.
Το 2019 ήταν μια χρονιά στην οποία αναθερμάνθηκε το ζήτημα και ξανατέθηκε με ιδιαίτερη έμφαση στον απόηχο του Brexit όπου τονίζονταν από πολλές πλευρές η ηθική υποχρέωση της Βρετανίας -μετά την αποχώρησή της από την ΕΕ- να επιστρέψει τα Γλυπτά στην Ελλάδα.
Πριν από δύο χρόνια το Νοέμβριο του 2019 ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος ξεναγνώνας τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζιπινγκ στο μουσείο της Ακρόπολης είχε ζητήσει την στήριξη της Κίνας στην διεκδίκηση της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενών στην Αθήνα για να λάβει την θετική απάντηση του Κινέζου προέδρου καθώς και οι Κινέζοι έχουν πολλούς αρχαιολογικούς θησαυρούς εκτός Κίνας και παλεύουν για τον επαναπατρισμό τους.
Μάλιστα την ίδια χρονιά το Σεπτέμβριο του 2019 το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα προκάλεσε και εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης με αφορμή την πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη να επιστραφούν στην Ελλάδα με δανεισμό τα Γλυπτά ενόψει των εορτασμών του 2021 για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση με αντάλλαγμα από πλευράς Ελλάδας προς τη Βρετανία άλλων σπάνιων κειμηλίων.
Αυτό εκκλήφθηκε ως έμμεση αναγνώριση της Βρετανικής ιδιοκτησίας και γι’ αυτό το λόγο πυροδότησε σφοδρές πολιτικές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της χώρας αλλά και ποικίλες αντιδράσεις.
Πριν από περίπου δύο μήνες η UNESCO με μια απόφαση σταθμό για πρώτη φορά μετά από το 1984 καλεί επιτακτικά τη βρετανική πλευρά να αναθεωρήσει τη στάση της σχετικά με την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, η οποία, όπως αναφέρεται, τα διεκδικεί νόμιμα.
Κάπως έτσι φθάνουμε στο σήμερα όπου ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο και τις κατ’ ιδίαν συνομιλίες του με τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον έθεσε το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα τονίζοντας ότι έχει έρθει η ώρα για την ικανοποίηση ενός δίκαιου ελληνικού αιτήματος και την αποκατάσταση του μνημείου στην ολότητά του στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Λίγο πριν μεταβεί στη Βρετανία ο κ. Μητσοτάκης είχε επαναλάβει ως προς την επιστροφή των Γλυπτών την πρότασή του προς τη Βρετανία για δανεισμό σπάνιων κειμηλίων που δεν έχουν ξαναβγεί από την Ελλάδα.
«Το αίτημά μας δεν είναι φωτοβολίδα. Θα επιμείνουμε με μεθοδικότητα για να χτίσουμε τα απαραίτητα ερείσματα και στη βρετανική κοινή γνώμη για την ανάγκη επανένωσης με τα Γλυπτά του Μουσείου Ακροπόλεως. Είναι σημαντικό ζήτημα που αφορά τις διμερείς μας σχέσεις» τόνισε ο κ. Μητσοτάκης μιλώντας με δημοσιογράφους μετά τη συνάντησή του με τον Μπόρις Τζόνσον.
Ενώ σε συνέντευξη στους Financial Times ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπογράμμισε «είναι ένα θέμα πολύ υψηλού ενδιαφέροντος για μένα και όχι απλώς μια υποσημείωση στην επίσκεψή μου στο Ηνωμένο Βασίλειο».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στην Μελίνα Μερκούρη η οποία είχε βρεθεί προσκεκλημένη του Μπόρις Τζόνσον στην Oxford Union το 1986 όταν τότε ο Τζόνσον ήταν ένθερμος υποστηρικτής της επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα!