Οι πρακτικές αλιείας «αποτελούν παραδοσιακή τέχνη και επαγγελματική δραστηριότητα που ασκείται για αιώνες στην ευρύτερη περιοχή», με καταβολές τυπολογικές και πολιτισμικές από τα μεσαιωνικά – βυζαντινά χρόνια και την Ενετοκρατία, δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού
Η απόφαση ελήφθη κατόπιν πρωτοβουλίας του Φορέα Διαχείρισης Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Ακαρνανικών Ορέων σε συνεργασία με το Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο (MedINA), το Τμήμα Ζωικής Παραγωγής Αλιείας και Υδατοκαλλιεργειών του Πανεπιστημίου Πατρών και ομάδα επιστημονικών συνεργατών.
«Οι πρακτικές αλιείας Εθνικού Πάρκου Λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού αποτελούν παραδοσιακή τέχνη και επαγγελματική δραστηριότητα που ασκείται για αιώνες στην ευρύτερη περιοχή, με πρακτικές αλλά και καταβολές τόσο τυπολογικές όσο και πολιτισμικές από τα μεσαιωνικά-βυζαντινά χρόνια και την Ενετοκρατία» δήλωσε σχετικά η υπουργός Πολιτισμού προσθέτοντας ότι «σε συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες, αυτό το σημαντικό για την περιοχή στοιχείο, μπορεί να διαφυλαχθεί στο μέλλον».
Η συγκεκριμένη απόφαση, «αποτελεί τη γέφυρα που συνδέει το χθες με το σήμερα και το αύριο του πολιτισμού μας. Αποτελεί το μέσον διατήρησης και προώθησης της παραδοσιακής αλιείας στην περιοχή» δήλωσε μεταξύ άλλων ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Σπήλιος Λιβανός δίνοντας συγχαρητήρια σε όσους εργάσθηκαν για τη σύνταξη του φακέλου.
Εκπρόσωποι των ελεύθερων αλιέων και των συνεταιρισμών των διβαριών (μόνιμων εγκαταστάσεων) συμμετείχαν σε ημερίδα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της τοπικής κοινωνίας, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟΑ για την προετοιμασία και εγγραφή του φακέλου υποψηφιότητας του στοιχείου στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας. Η τοπική κοινωνία ενημερώθηκε για το εγχείρημα και υποστήριξε με κάθε τρόπο την υποψηφιότητα.
Σημειώνεται ότι το 2020 προηγήθηκε και η εγγραφή του στοιχείου «Ψάρεμα με σταφνοκάρι στο Αιτωλικό» στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας.
Η λιμνοθάλασσα φιλοξενεί 290 είδη πτηνών και πάνω από 100 είδη χλωρίδας
Η λιμνοθάλασσα ως ζωντανός οργανισμός με πλούσια χλωρίδα και πανίδα αποτελεί σημαντικό παράγοντα επαγγελματικής δραστηριοποίησης, βιώσιμης ανάπτυξης και διατήρησης του παραδοσιακού τρόπου αλιείας. Το πλούσιο σε βιοποικιλότητα φυσικό περιβάλλον της περιοχής που φιλοξενεί 290 είδη πτηνών και περισσότερα από 100 είδη χλωρίδας ενισχύει τον παραδοσιακό χαρακτήρα της αλιείας και αποτελεί μια ζωντανή απεικόνιση της αρμονικής συνύπαρξης ανθρώπου και φύσης.
Συνολικά, στο σύμπλεγμα των λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου- Αιτωλικού υπάρχουν 14 ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις, 8 παραδοσιακού και 6 σύγχρονου τύπου. Είναι τοποθετημένες στα σημεία που η λιμνοθάλασσα επικοινωνεί με τη θάλασσα. Η θέση των παραδοσιακών διβαριών, των μόνιμων αλιευτικών παγίδων- φυσικών ιχθυοτροφείων, δεν έχει μεταβληθεί από το 1826. Ο υγρότοπος σήμερα έχει δυνατότητα παραγωγής σημαντικών ποσοτήτων αλιευμάτων ως βιότοπος που προσελκύει μεγάλο αριθμό και πολλά είδη υδρόβιων οργανισμών, τα οποία στη συνέχεια οι αλιείς τα εκμεταλλεύονται εμπορικά.
Πάνω από 700 αλιείς δραστηριοποιούνται στη λιμνοθάλασσα
Σήμερα περισσότεροι από 700 αλιείς δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στη λιμνοθάλασσα. Παρότι αποτελεί επάγγελμα που ασκείται κάτω από δύσκολες συνθήκες, οι ψαράδες συνεχίζουν μια παράδοση που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και αποτελεί μέρος της ιστορικής και πολιτισμικής τους κληρονομιάς. Η παραδοσιακή αλιεία ήταν εξ’ άλλου μια από τις βασικές αιτίες που επέτρεψε στους Μεσολογγίτες να επιβιώσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά την πολιορκία της πόλης.
Τα μυστικά και οι τεχνικές της παραδοσιακής αλιείας καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα παραδοσιακής τεχνογνωσίας: από την κατασκευή των κτισμάτων έως των χρηστικών αντικειμένων, γνώσεις για την εύρεση κατάλληλου ξύλου για την ναυπήγηση των πλοιαρίων, την κατασκευή των πελάδων και των εργαλείων. Οι μόνιμες εγκαταστάσεις (διβάρια, πελάδες), τα κινητά μέσα (πλοιάρια, γαΐτες), τα εργαλεία (παραγάδι, καμάκι, σταφνοκάρι), αποτελούν πολιτιστική κληρονομιά που διαφυλάσσεται μέχρι σήμερα ως αναπόσπαστο κομμάτι και βασικό βιοποριστικό στοιχείο των κατοίκων της περιοχής.