Συγκλόνισε η εικόνα των ανθρώπων που κρατώντας ένα λευκό τριαντάφυλλο στην μνήμη του μόλις έξι μηνών μωρού, του πιο μικρού σε ηλικία θυματος που χάθηκε στη φονική φωτιά στο Μάτι βρέθηκαν στην δικαστική αίθουσα για να στηρίξουν τον πατέρα του, πυροσβέστη. Στα κάγκελα του Εφετείου έχουν τοποθετηθεί μαύρες σημαίες και ένα πανό με τη λέξη δικαίωση.
Το μοναδικό που ζητούν από την πολιτεία όλοι αυτοί οι άνθρωποι που, όπως έχουν πει ακόμα και όσοι έζησαν είναι ζωντανοί νεκροί.
Ο πυροσβέστης Ανδρέας Δημητρίου, ο οποίος έχασε στη φωτιά το 6 μηνών μωρό του και τη γυναίκα του, Μαργαρίτα εκείνη την ημέρα είχε λάβει μήνυμα από την υπηρεσία του ενώ ήταν σε εξέλιξη η φωτιά στην Κινέττα. Όταν έμαθε ότι τα πράγματα ήταν καλά πήρε τη σύζυγό του και της είπε να πάρει το μωρό και να φύγουν από το σπίτι. «Μαθαίνω ότι η πυρκαγιά πλησιάζει το Μάτι. Την πήρα τηλέφωνο και της είπα να φύγει. Κλείνει το τηλέφωνο και είχαμε πει ότι θα μιλήσουμε όταν θα ξεκινήσει να φύγει από το σπίτι. Έπειτα από αρκετή ώρα που προσπαθήσαμε να μιλήσουμε, κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά. Δεν καταλάβαινα που βρισκόταν και τι μου έλεγε. Άκουγα τον αέρα. Δεν μπορούσε να μιλήσει σωστά, δεν είχε ειρμό» κατέθεσε και συνέχισε λέγοντας πως κλήθηκε γύρω στις 7 το απόγευμα από την υπηρεσία του να πάει με το αυτοκίνητο του στην περιοχή, γιατί δεν υπήρχε διαθέσιμο υπηρεσιακό ώστε να ειδοποιήσει τον κόσμο να φύγει από τα σπίτια του. Όταν εκείνος έφτασε στην περιοχή είδε το μικρό σε έναν άγνωστο που προσπαθούσε να δώσει πρώτες βοήθειες. Η σύζυγος μου βρισκόταν καθισμένη στην παραλία. Ήταν μετά μάτια κλειστά. Εκείνη τη στιγμή την πήρα αγκαλιά. Εντόπισα ένα πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να πάρουν το μικρό μαζί με τον κύριο που έκανε προσπάθειες ανάνηψης», είπε έντονα φορτισμένος.
Ο μάρτυρας ανέφερε πως στο Παίδων, από το ύφος των γιατρών, κατάλαβε πως το μωρό του δεν τα είχε καταφέρει. «Μου είπαν ότι δεν κατέστη δυνατόν να τον συνεφέρουν. Εκεί του είπα το τελευταίο αντίο…» είπε χωρίς να κρύβει τη συναισθηματική του ένταση. Στη συνέχεια έπρεπε να πάει στη σύζυγο του για την οποία ανέφερε πως δεν είχε αντιληφθεί ότι ήταν τόσο σοβαρά. «Φτάνοντας στο νοσοκομείο διαπιστώνω ότι έχει διασωληνωθεί και είναι σοβαρά. Ζορίστηκα να την αναγνωρίσω. Όλο της το πρόσωπο ήταν εγκαύματα. Σαν να βλέπω άλλον άνθρωπο. Την έβλεπα πέντε λεπτά την ημέρα μέχρι να φύγει» ανέφερε συγκινημένος.
Η Δήμητρα Γουναρίδη κατέθεσε πως βγήκαν από την τραγωδία «ζωντανοί νεκροί» . Η μάρτυρας περιέγραψε πως αβοήθητοι στο Μάτι προσπάθησαν να ξεφύγουν από τις φλόγες
«Γύρω στις 17.30 με παίρνει η φίλη μου και μου λέει «βλέπω τη φωτιά έχει φουντώσει, ετοίμασε ένα σάκο με δυο αλλαξιές, πάρε τα χαρτιά σου και έχετε έτοιμα σε περίπτωση ανάγκης». Ο ουρανός σκοτείνιασε και άρχισαν να φτάνουν αποκαΐδια. Ήμουν σίγουρη ότι δεν έρχεται σε εμάς η φωτιά γιατί κανείς δεν μας είχε ειδοποιήσει» περιέγραψε η μάρτυρας και αναφέρθηκε στη στιγμή που, μαζί με τη φίλη της, κινήθηκαν προς τη θάλασσα. Εκεί έγινε χαμός. Ερχόντουσαν αμάξια από όλες τις κατευθύνσεις. Τρέξαμε στη θάλασσα. Το θερμικό κύμα εκείνη την ώρα με έκανε νιώθω πως θα πεθάνω 40 μέτρα από τη θάλασσα. Μπήκαμε στη θάλασσα. Γινόταν πόλεμος. Ακούγαμε αμάξια να σκάνε. Εκρήξεις. Το μαγαζί στην Αργυρά Ακτή να έχει εκρήξεις, να πέφτουν στην θάλασσα ξύλα, τέντες μέσα στη θάλασσα κι εμείς να πηγαινοερχόμαστε να μη καούμε. Βγήκαμε νεκροί – ζωντανοί. Βγάλαμε τις μπλούζες και τις κάναμε μάσκα. Τα ουρλιαχτά από τους καμένους ανθρώπους δε θα τα ξεχάσω ποτέ. Παιδάκια ούρλιαζαν, σκυλιά έκλαιγαν» ανέφερε φορτισμένη.
Έξι ώρες παρέμειναν αβοήθητες στη θάλασσα όπου εξελίχθηκαν συγκλονιστικές ιστορίες.
«Δίπλα μου ήταν η Μαργαρίτα με το μωράκι της το νεογέννητο. Καμένη εκείνη, καμένο και το μωρό. Το θήλαζε για να το έχει στη ζωή. Μια γυναίκα δεν είχε αντοχές να βγει από τη θάλασσα. Πήγαμε να τη βοηθήσουμε και μας έμεναν στα χέρια οι σάρκες της» ανέφερε και ολοκλήρωσε την κατάθεση της λέγοντας πως ακόμα και όταν έφτασε στο λιμάνι, κατέγραψαν το όνομα της πάνω σε μια εφημερίδα και δεν υπήρχε καμία οργάνωση, ούτε μια κουβέρτα να δώσουν στα θύματα.
«Αν υπάρχει κόλαση έτσι πρέπει να είναι» κατέθεσε στο δικαστήριο ο Ιωάννης Χαρδαλούπας περιγράφοντας τις μοιραίες στιγμές που οι φλόγες εγκλώβισαν τη μητέρα του και την αδερφή του. «Είδαμε τον καπνό να πυκνώνει αλλά δεν είδαμε φλόγα, δεν είδαμε πυροσβεστικό η αεροπλάνο. Ήταν η πρώτη φορά που δεν υπήρχε καμία ειδοποίηση. Κάποια στιγμή είμαστε στη αυλή και πέρασε ένα περιπολικό και μας είπε για καλό και για κακό φύγετε» είπε και περιέγραψε πως η αδελφή του μπήκε στο ένα αυτοκίνητο μαζί με την μητέρα τους και ο ίδιος στο δεύτερο και έφυγαν από το σπίτι αλλά η φωτιά τους πρόλαβε στο δρόμο ο οποίος «ήταν απροσπέλαστος λόγω των μεγάλων φλογών που έφταναν και τα είκοσι μέτρα». «Υπήρχε ένα κομφούζιο, ένας χαμός… Πίστευα ότι ήταν οι τελευταίες μου στιγμές με αυτά που είδα και αυτά που έζησα. Το αυτοκίνητο που επέβαιναν η αδερφή και η μητέρα μου ήταν φλεγόμενο. Τις έβαλα στο δικό μου αυτοκίνητο ήταν καμένες …» κατέθεσε και στη συνέχεια μίλησε για τις αγωνιώδεις προσπάθειες του να πάει την μητέρα και την αδελφή του στο νοσοκομείο ενώ η αστυνομία τον οδηγούσε προς το Μάτι. «Νόμιζα ότι κάτι ήξεραν. Αλλά μόλις μπήκα στο Μάτι κατάλαβα ότι αν δεν έπαιρνα την κατάσταση στα χέρια μου θα καιγόμασταν όλοι…. Ζήσαμε σκηνές ταινίας…».
Ο μάρτυρας κατέθεσε πως ήρθε αντιμέτωπος με γραφειοκρατία και ευθυνοφοβία . «Αυτό το κράτος με απογοήτευσε και μου πήρε ότι πολυτιμότερο είχα. Μας άφησαν αβοήθητους. Ήταν ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
«Στη φωτιά έχασα την κόρη μου η οποία βρέθηκε εκεί για μια ημέρα» κατάθεσε ο Άγγελος Σιαπκάρας ο οποίος συγκλόνισε μιλώντας για τις ανοιχτές πληγές που άφησε η απώλεια της μητέρας του στο παιδί της κόρης του: «Την ημέρα της φωτιάς η κόρη μου ξύπνησε το γαμπρό μου από τους καπνούς. Αποφάσισαν να φύγουν. Ο γαμπρός μου πήρε το παιδί του και έφυγε προς τη θάλασσα. Η κόρη μου κάηκε… Εκατό σαράντα βήματα δικά μου ήταν η θάλασσα και μέχρι να φύγουν το σπίτι είχε πάρει φωτιά. Δεν μπορώ να διανοηθώ πως έγινε και κάηκε η κόρη μου σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Αν κάποιος τους ειδοποιούσε πιο νωρίς ως όφειλε θα είχε σωθεί η κόρη μου και τόσοι άλλοι».
Η οικογένεια κλήθηκε να στηρίξει την εγγονή, που έμεινε πίσω κλονισμένη και αναπολώντας την μητέρα της, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας. «Αναπολεί τη μαμά του. «Θα ήθελα να μην είχε πεθάνει» έγραψε σε μια εργασία του στο σχολείο για τη μαμά του. Τώρα στις γιορτές μου είπε «παππού να πάμε να πούμε τα κάλαντα στη μαμά» και πήγαμε πάνω από τον τάφο της να πούμε τα κάλαντα… Ξυπνάμε και κοιμόμαστε με αυτό» ανέφερε συγκλονίζοντας.
ΠΗΓΗ:Αθήνα984