Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι απεβίωσε σήμερα σε ηλικία 86 ετών στο νοσοκομείο Σαν Ραφαέλε του Μιλάνου. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αποτέλεσε την επιτομή του ευρωπαϊκού πολιτικού λαϊκισμού, του Μπερλουσκονισμού, καθώς ως μεγιστάνας και πανίσχυρος επιχειρηματίας στα ΜΜΕ, αναρριχήθηκε στην ηγεσία της Ιταλικής Δεξιάς και διατέλεσε πρωθυπουργός της χώρας για 9 χρόνια, τις περιόδους 1994–1995, 2001–2006 και 2008–2011.
Ο Μπερλουσκόνι επέστρεψε την περασμένη εβδομάδα στο Σαν Ραφαέλε απ’όπου είχε αναχωρήσει μερικές εβδομάδες πριν νοσηλευόμενος με πνευμονία και μυελοκυτταρική λευχαιμία.
Υπήρξε Ευρωβουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι τον Οκτώβριο του 2022 όταν παραιτήθηκε προκειμένου να είναι μέλος Γερουσίας της Ιταλίας θέση στην οποία είχε υπηρετήσει ξανά, το 2013.
Υπηρέτησε ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Ιταλίας, από το 1994 έως το 2013, και ως μέλος της Γερουσίας της Ιταλίας, από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο του 2013.
Ήταν κύριος μέτοχος και ιδρυτής της Ιταλικής εταιρείας ΜΜΕ Mediaset, και διατέλεσε από το 1986 έως το 2017, ιδιοκτήτης της Ιταλικής ποδοσφαιρικής ομάδας ΑΚ Μίλαν. Το περιοδικό Forbes τον κατέταξε ως τον 190ο πλουσιότερο άνθρωπο στον πλανήτη, με καθαρή περιουσία 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.
Γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1936 στο Μιλάνο, γόνος αστικής οικογένειας, γιος διευθυντή τραπέζης. Σπούδασε νομικά και το 1962 ίδρυσε την πρώτη του κατασκευαστική εταιρεία «Εντιλνόρντ» επωφελούμενος από την ραγδαία οικοδομική έξαρση του Μιλάνου. Κατά την 10ετία του ’70 ξεκίνησε την επιχειρηματική του δραστηριότητα και τις πρώτες του επενδύσεις στα ιταλικά ΜΜΕ εκμεταλλευόμενος την απελευθέρωση της τηλεοπτικής αγοράς. Μέσα σε 15 χρόνια (1986) έφθασε να του ανήκει το 80% της ιταλικής ιδιωτικής τηλεόρασης, ενώ το ίδιο έτος γίνεται ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας Μίλαν.
Στη συνέχεια ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αποκτά τον μεγαλύτερο εκδοτικό ιταλικό οίκο το γνωστό «Μονταντόρι» και μια από τις κορυφαίες ιταλικές εφημερίδες την «Ιλ Τζιορνάλε», ενώ ακόμη άλλες 150 περίπου εταιρείες περιέχονται κάτω από τον έλεγχο της «Fininvest», της μητρικής εταιρείας του οικονομικού κολοσσού του. Παρά ταύτα, μια ακολουθία από χρέη και δικαστικές έρευνες για φοροδιαφυγή, δωροδοκίες, λογιστικές απάτες μέχρι και για διασυνδέσεις με την ιταλική μαφία είχαν κυριολεκτικά αποτελέσει ένα κλοιό γύρω από τον Ιταλό μεγιστάνα. Αντίθετα όμως από κάθε πρόβλεψη ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι προχωρεί στην ίδρυση του πολιτικού κόμματος «Φόρτσα Ιτάλια» και κατεβαίνει στην πολιτική αρένα σε συνεργασία με την «Εθνική Συμμαχία» και την, γνωστή από τις αποσχιστικές τάσεις της, «Λέγκα του Βορρά».
Πρωθυπουργικές θητείες
Στις εκλογές του 1994 ο ιταλικός λαός του προσφέρει τη νίκη και ο Μπερλουσκόνι χρίστηκε Πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Η πρώτη του θητεία θα διαρκέσει μερικούς μήνες λόγω των εσωτερικών κλυδωνισμών της κυβερνώσας συμμαχίας που θα τον αναγκάσουν σε παραίτηση. Παρά την αναστροφή αυτή που ακολούθησαν πρωτόδικες καταδίκες – που αργότερα όμως ακυρώθηκαν – περί οικονομικών σκανδάλων (1997 και 1998), παρέμεινε πολιτικά ενεργός ως ηγέτης της αντιπολίτευσης.
Το 2001 εξαγγέλλοντας πλήθος φοροαπαλλαγών, μέτρων κατά του εγκλήματος, αύξησης συντάξεων και μείωσης της ανεργίας κέρδισε και πάλι τις εκλογές και θα ακολουθήσει μια σειρά πολιτικών συγκινήσεων για τον ίδιο και την Ιταλία, μεταξύ των οποίων ήταν ο σκανδαλώδης νόμος 2003 που παραχωρούσε άσυλο σε δημόσιους αξιωματούχους, η άρνησή του να εγκαταλείψει τον έλεγχο της media αυτοκρατορίας του, η υποστήριξή του (2ος στη σειρά) στην εισβολή στο Ιράκ και μια σειρά άλλων μέτρων και θέσεων λιγότερο όμως σημαντικών.
Στις τελευταίες όμως εκλογές του 2006 ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι θα χάσει από τον αντίπαλό του Ρομάνο Πρόντι και θα επανέλθει στην ηγεσία της αντιπολίτευσης.
Επανεξελέγη στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου του 2008. Πέτυχε νίκες τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία. Στην 315μελή Γερουσία, το κόμμα του Μπερλουσκόνι κέρδισε 168 έδρες έναντι 130 για τον αντίπαλό του, Βάλτερ Βελτρόνι. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο συντηρητικός συνασπισμός του Μπερλουσκόνι προηγήθηκε με 46,8% των ψήφων έναντι 37,5% για τον αντίπαλό του.
Οι κύριες προτεραιότητές του ήταν ο καθαρισμός των δρόμων της Νάπολης από τα σκουπίδια και η βελτίωση της ιταλικής οικονομίας. Η νέα κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι ορκίστηκε και ανέλαβε καθήκοντα στις 8 Μαΐου του 2008. Στις 14 Μαΐου του 2008 έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή με 335 ψήφους υπέρ και 275 κατά.
Το κόμμα Λαός της Ελευθερίας, με το οποίο κέρδισε τις εκλογές του 2008 ιδρύθηκε στις 18 Νοεμβρίου του 2007 και προήλθε από την ένωση της Φόρτσα Ιτάλια με την Εθνική Συμμαχία του Τζιανφράνκο Φίνι. Η επίσημη ίδρυση έγινε στο συνέδριο στις 27-29 Μαρτίου του 2009, στο οποίο ο Μπερλουσκόνι εξελέγη αρχηγός του κόμματος.
Στις 13 Δεκεμβρίου 2009 τραυματίστηκε στο πρόσωπο έπειτα από επίθεση που υπέστη από ένα άτομο, το οποίο τον γρονθοκόπησε. Το συμβάν έλαβε χώρα στο Μιλάνο, έπειτα από πολιτική συγκέντρωση.
Η κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή με ψήφους 342-275 στις 29 Σεπτεμβρίου 2010[8] και από την Γερουσία στις 14 Δεκεμβρίου 2010, με 162 ψήφους υπέρ επί των 308.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δέχθηκε πιέσεις να παραιτηθεί μετά την επιδείνωση της ιταλικής οικονομίας και την αύξηση του επιτοκίου κρατικού δανεισμού πάνω από 6%. Τελικά, υποσχέθηκε ότι θα παραιτηθεί μετά την ψήφιση του πακέτου σταθεροποίησης της ιταλικής οικονομίας από το Ιταλικό Κοινοβούλιο, όπως και έπραξε στις 12 Νοεμβρίου 2011.
Καταδίκη – Έφεση
Τον Οκτώβριο του 2012 καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών για φοροδιαφυγή. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της καταδίκης ο Σ. Μπερλουσκόνι φέρεται να δήλωσε «Η Δημοκρατία τελείωσε, έτσι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε». «Ήμουν βέβαιος ότι η δίκη θα τελείωνε με την αθώωσή μου, πρόκειται για μία σαφέστατα πολιτική απόφαση». Μιλώντας αργότερα στο υπό ιδιοκτησία του τηλεοπτικό κανάλι Italia Uno υποστήριξε ότι «εξαιτίας ορισμένων δικαστών, η Ιταλία μετατρέπεται σε μια βάρβαρη χώρα». Συνέχεια των δηλώσεων αυτών ο γραμματέας του κεντροδεξιού κόμματος, Λαός της Ελευθερίας (PDL), Αντζελίνο Αλμπάνο πρόσθεσε «Πρόκειται για μία ακόμη συνέχεια του γνωστού έργου που προβλέπει τον δικαστικό κατατρεγμό του Μπερλουσκόνι».
Σημειώνεται ότι η ποινή αφορά υπόθεση αγοράς τηλεοπτικών δικαιωμάτων για την προβολή ταινιών από τις ΗΠΑ από τα τηλεοπτικά κανάλια του ομίλου Mediaset ιδιοκτησίας Μπερλουσκόνι. Σύμφωνα δε με την ιταλική ποινική δικονομία ο Σ. Μπερλουσκόνι έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης δύο φορές προτού υπάρξει οριστική καταδίκη. Κατά συνέπεια δεν υποχρεούται να εκτίσει την ποινή φυλάκισης, μέχρι να εκδικαστεί και η τελευταία του έφεση. Ήδη έχει ασκηθεί η πρώτη.Έπειτα από την απόφαση οι μετοχές της Mediaset υποχώρησαν σχεδόν 3%
Επιστροφή στην πολιτική
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2012 το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, “Ο Λαός της Ελευθερίας” απέσυρε την υποστήριξή του προς την κυβέρνηση του τεχνοκράτη Μάριο Μόντι με συνέπεια να ξεσπάσει πολιτική (κυβερνητική) αστάθεια στην Ιταλία[10]. Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση του Μάριο Μόντι είχε ως τώρα την υποστήριξη του Λαού της Ελευθερίας, του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος και της Ένωσης Κέντρου (Ιταλίας). Το γεγονός αυτό είχε ως άμεση συνέπεια τα λεγόμενα “σπρέντ” να πάρουν την ανιούσα, ενώ σύμφωνα με πολιτικούς διεθνείς αναλυτές η Ιταλία να οδεύει προς πρόωρες εκλογές με πρόβλεψη προκήρυξης αυτών στα τέλη Φεβρουαρίου ή τις αρχές Μαρτίου.
Ο γραμματέας του Λαού της Ελευθερίας, Αντζελίνο Αλφάνο, έχοντας προηγουμένως συνάντηση με τον Ιταλό πρόεδρο, Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, δήλωσε στη Βουλή της Ιταλίας: «Η εμπειρία της κυβέρνησης Μόντι ολοκληρώθηκε. Δεν τηρήθηκαν οι δεσμεύσεις για την μεταρρύθμιση σχετικά με την ποινική ευθύνη των δικαστικών και για ένα νέο νόμο που έπρεπε να ρυθμίζει τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις με δικαστική εντολή». Το ότι οι περισσότεροι βουλευτές του κόμματος Λαός της Ελευθερίας συνεχίζουν να απέχουν, αυτό δεν σημαίνει ότι θα ανατρέψουν αναγκαστικά την κυβέρνηση Μόντι, η οποία μπορεί να τύχει ψήφου εμπιστοσύνης, αν και παραμένει περισσότερο ευάλωτη από τη Δεξιά. Σημειώνεται πάντως πως μια τέτοια εξέλιξη για πρόωρες εκλογές διακόπτει τις συζητήσεις για ένα νέο εκλογικό νόμο που θα απαγόρευε υποψηφιότητες καταδικασθέντων για ποινικά αδικήματα.
ΠΗΓΗ: Αθήνα 984