Το ζήτημα των αποδοχών των δημάρχων και αντιδημάρχων το τελευταίο διάστημα κέντρισε το ενδιαφέρον στη δημόσια σφαίρα και «χύθηκε πολύ μελάνι» στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.
Το ζήτημα προβλήθηκε εντόνως κατά την προεκλογική περίοδο και συνεχίζεται, υπερβαίνοντας όμως τα όρια της αντικειμενικότητας και της αλήθειας. Μερικά ΜΜΕ μάλιστα, «κατέκτησαν» και την «κακοήθεια». Προκειμένου να «ενημερώσουν» τους πολίτες παρέθεσαν αριθμούς σχετικά με τις αποδοχές δημάρχων και αντιδημάρχων που δεν αντιπροσωπεύουν την αλήθεια ή μάλλον λέγοντας τη μισή αλήθεια, καθώς παρέθεσαν τις μικτές αποδοχές ενώ τα καταβαλλόμενα ποσά είναι άλλα, δηλαδή μικρότερα.
Με τη σημερινή μου παρέμβαση αντικρούω αυτήν την ανακρίβεια παραθέτοντας συγκεκριμένα στοιχεία για τις αμοιβές τόσο των συναδέλφων μου δημάρχων, όσο και των αντιδημάρχων, ανάλογα με τους κατοίκους στο δήμο που διοικούν.
Και φυσικά το θέμα δεν πρέπει να μείνει εδώ αλλά θα αναλάβουμε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες μέσα από τα θεσμικά μας όργανα, την ΚΕΔΕ και τις ΠΕΔ, προκειμένου να αποκατασταθεί η αλήθεια και η τιμή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε προσφέρει πολλά, διευκολύνοντας την καθημερινότητα των πολιτών και ανακουφίζοντας κυρίως τους ευάλωτους συμπολίτες μας.
Η «περιπέτεια» μιας αντιμισθίας
Καταρχήν μέχρι το 2012, με βάση το ισχύον μέχρι και σήμερα θεσμικό πλαίσιο (άρθρα 92 παρ. 2 και 181 παρ. 2 του ν.3852/2010) οι αποδοχές των δημάρχων ήταν σε ποσοστιαία συνάρτηση (80%) με τις αποδοχές Γενικού Γραμματέα Υπουργείου.
Από 1.1.2012, εξαιτίας των μνημονίων μειώνονται αναδρομικά κατά 10% οι αποδοχές των δημάρχων και συνακόλουθα και των υπολοίπων αιρετών που αποζημιώνονται με ποσοστιαία συνάρτηση των αποδοχών τους.
Το 2018 με νέα απόφαση αποδεσμεύεται η ποσοστιαία συνάρτησή τους από τις αποδοχές του Γενικού Γραμματέα Υπουργείου.
Για τους αιρετούς της πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης το μέτρο – παρά τη λήξη των μνημονίων – παραμένει σε ισχύ μέχρι και σήμερα.
Το ύψος των μικτών αποδοχών των δημάρχων και αντιδημάρχων όπως εξελίχθηκαν από το 2012 μέχρι σήμερα περιγράφονται στο παρακάτω πίνακα:
Η αλήθεια των αριθμών
Ωστόσο για την αποκατάσταση της αλήθειας των αριθμών θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το καθαρό ποσό που λαμβάνουν οι δήμαρχοι μετά τις κρατήσεις διαμορφώνεται ως εξής:
Για δημάρχους με πληθυσμό δήμων άνω των 100.000 κατοίκων, όπως είναι δηλαδή οι δήμοι Αθηναίων, Θεσσαλονίκης, Πατρέων, Πειραιά, Ηρακλείου, Λάρισας, Βόλου, Περιστερίου κ.λπ., ο καθαρός μισθός διαμορφώνεται περί τα 2.884 ευρώ και όχι 4.275 ευρώ (μικτά).
Για δημάρχους με πληθυσμό δήμων από 20.000 έως 100.000 κατοίκους, που αποτελούν την πλειονότητα των δήμων, ο καθαρός μισθός διαμορφώνεται περί τα 2.300 ευρώ και όχι 3.420 ευρώ (μικτά)
Για δημάρχους με πληθυσμό δήμων κάτω των 20.000 κατοίκων, ο καθαρός μισθός διαμορφώνεται περί τα 1.730 ευρώ και όχι 2.565 ευρώ (μικτά).
Να σημειωθεί ότι για τους δήμαρχους πέραν των αποδοχών δεν υφίστανται άλλου τύπου αποζημιώσεις, όπως εκτός έδρας, ή έξοδα παράστασης. Οι δε αποζημιώσεις των δημοτικών συμβούλων – και όχι των δημάρχων και αντιδημάρχων – για τη συμμετοχή τους στα Δημοτικά Συμβούλια ανέρχονται από 38,89 έως 55,57 ευρώ μικτά και για συγκεκριμένο αριθμό συμμετοχών.
Να σημειωθεί ακόμη ότι με τον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο 5045/2023 οι αποδοχές των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων Υπουργείων αυξάνονται κατά 11%, ήτοι σε ποσά που φθάνουν μέχρι τα 525 ευρώ το μήνα, αυξάνοντας ταυτόχρονα και τον αριθμό του στελεχιακού δυναμικού.
Αντιθέτως οι αποδοχές των δημάρχων παραμένουν καθηλωμένες, καθώς παραμένει σε ισχύ η αποδέσμευση της ποσοστιαία συνάρτησής τους από αυτές των Γενικών Γραμματέων Υπουργείων.
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα πως παρότι οι αιρετοί της Αυτοδιοίκησης είναι οι μόνοι, μαζί με τους βουλευτές, που εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία, η αντιμετώπισή τους διαχρονικά και διακυβερνητικά δεν γίνεται με όρους ισοτιμίας ή έστω ανάλογης μεταχείρισης σε σχέση με το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό.
Επίσης αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως πολλά άξια, έμπειρα, ικανά και έντιμα αυτοδιοικητικά στελέχη, που υπηρέτησαν τον θεσμό, προτίμησαν να αποσυρθούν και να επιστρέψουν στις επαγγελματικές τους δραστηριότητες προκειμένου να βιοποριστούν.
Όπως αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι οι αποδοχές των Ελλήνων αυτοδιοικητικών υπολείπονται κατά πολύ αυτών των αιρετών ευρωπαϊκών χωρών.
Άρα καθίσταται εκ των ων ουκ άνευ αναγκαία η διόρθωση της μισθολογικής θέσης των αιρετών, με τον καθορισμό του ύψους των αποδοχών του αιρετού πολιτικού προσωπικού των δήμων, σε συνάρτηση με το ύψος των ευθυνών που αναλαμβάνουν.
Σε ότι αφορά την ΚΕΔΕ θα εξακολουθεί να θέτει το ζήτημα γιατί είναι επιτακτική ανάγκη να σταματήσει η προσπάθεια απαξίωσης τόσο του θεσμού της Αυτοδιοίκησης όσο και των ανθρώπων που τον υπηρετούν.