Σε συνθήκες ακραίας ζέστης και συχνών και παρατεταμένων καυσώνων θα αναγκαστούν να ζουν οι Αθηναίοι έως το 2046 εφόσον επιβεβαιωθούν τα επιστημονικά κλιματικά μοντέλα.
Η πρωτεύουσα αλλά και άλλα μεγάλα αστικά κέντρα είναι ιδιαίτερα ευπαθή στην κλιματική αλλαγή καθώς αυτή προστίθεται στο φαινόμενο της Αστικής Θερμικής Νησίδας επιδεινώνοντας τους κινδύνους λόγω υψηλών θερμοκρασιών ή επεισοδίων καύσωνα.
Όπως επισημαίνεται σε νεότερη μελέτη της ομάδας που συνέταξε τη μεγάλη έκθεση της «Διανέοσις» για την κλιματική αλλαγή, υπό τον καθηγητή του ΕΚΠΑ, Κωνσταντίνο Καρτάλη, οι αστικές περιοχές τείνουν να είναι θερμότερες από τις γειτονικές περιοχές υπαίθρου.
Αυτό οφείλεται στη χαμηλότερη κάλυψη από βλάστηση, στην ισχυρότερη απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας -ως απόρροια της γεωμετρικής δομής της πόλης και των ιδιοτήτων των υλικών των επιφανειών- και στις ανθρωπογενείς πηγές θερμότητας.
Η Αστική Θερμική Νησίδα του αστικού κτηριακού στρώματος, είναι κατά κανόνα ισχυρότερη τις νυχτερινές ώρες, καθώς διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από το βραδύτερο ρυθμό ψύξης των αστικών περιοχών συγκριτικά με την ύπαιθρο. Από την άλλη πλευρά, η δυσμενέστερη θερμική επιβάρυνση και η υψηλότερη ενεργειακή κατανάλωση στα κτήρια για δροσισμό παρουσιάζεται τις μεσημεριανές ώρες.
Εάν ληφθεί ως βάση το χειρότερο σενάριο, για την περίοδο2046 – 2065, σε σύγκριση με την περίοδο 1971 – 2000 οι οιωνοί δεν είναι καθόλου ευχάριστοι για την πρωτεύουσα, καθώς θα πρέπει να αναμένεται:
- 52% αύξηση στις θερμές ημέρες με αύξηση και των λεγόμενων τροπικών νυχτών.
- 10 επιπλέον επεισόδια με τρεις συνεχόμενες θερμές ημέρες και νύχτες, από 2,2 που είναι σήμερα.
- Αύξηση 2,4 βαθμών Κελσίου της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας και
- 17 περισσότερες ημέρες με μέγιστη θερμοκρασία άνω των 35 βαθμών Κελσίου.
Για την επικαιροποίηση της μελέτης χρησιμοποιήθηκαν μεταξύ άλλων, παρατηρήσεις από μετεωρολογικούς σταθμούς επιφανείας, δεδομένα από βάσεις επανα-ανάλυσης, προσομοιώσεις κλιματικών μοντέλων, ενώ αξιοποιήθηκαν και τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνητικών έργων.
Η συστηματική ανοδική τάση στη θερμοκρασία, η οποία αποδίδεται στην αστικοποίηση και στην κλιματική αλλαγή, καταδεικνύεται από τα δεδομένα για την περίοδο 1971 – 2020.
Συγκεκριμένα, η διαφορά της μέσης μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας την τελευταία δεκαετία (2011-2020) από την αντίστοιχη για τη δεκαετία 1971-1980 είναι 1,6 οC που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 0,32 οC ανά δεκαετία, ενώ η διαφορά για τη μέση ελάχιστη θερμοκρασία είναι 1,13 οC που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 0,23 οC ανά δεκαετία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ τη δεκαετία 1971 – 1980 η μέση μέγιστη ημερήσια θερμοκρασία ήταν 20,55 βαθμοί, τη δεκαετία 1991 – 2000 είχε ήδη φτάσει τους 21,25 βαθμούς για να «σκαρφαλώσει» στα χρόνια 2011 – 2020 στους 22,15 βαθμούς.
Αντίστοιχη ήταν και η πορεία της μέσης ελάχιστης θερμοκρασίας, η οποία έφτασε το 2020 στους 13,5 βαθμούς από τους 12,37 βαθμούς την περίοδο 1971 – 1980.
Από την ανάλυση των δεδομένων του μετεωρολογικού σταθμού του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στο Θησείο παρατηρείται ότι τα τελευταία έτη παρουσιάζεται σαφής αύξηση του πλήθους των επεισοδίων καύσωνα και όλων των παραμέτρων που καθορίζουν τα χαρακτηριστικά τους.
Η σύγκριση των αποτελεσμάτων μεταξύ της τελευταίας εικοσαετίας (2001-2020) και της εικοσαετίας 1971-1990 αναδεικνύει την αυξητική τάση που παρατηρείται στην Αθήνα και τα συμπεράσματα είναι άκρως ανησυχητικά, αφού:
- Ο αριθμός των επεισοδίων καύσωνα αυξήθηκε από 0,3 σε 2,2
- Το συνολικό άθροισμα των ημερών καύσωνα αυξήθηκε από 1,5 σε 10,5!
- Η διάρκεια σε ημέρες του μεγαλύτερου καύσωνα αυξήθηκε από τις 4,2 στις 6,1.
- Η μέση διάρκεια επεισοδίων καύσωνα αυξήθηκε από τις 3,6 στις 4,6 ημέρες.
- Η μέγιστη ένταση του ισχυρότερου επεισοδίου καύσωνα ανέβηκε από τους 39 στους 39,9 βαθμούς.
- Η μέγιστη ένταση επεισοδίων αυξήθηκε στους 37,5 από τους 37,2 βαθμούς.
Η ολοένα αυξανόμενη θερμοκρασία αναμένεται να διαφοροποιήσει σημαντικά και τις ανάγκες των κατοίκων για ψύξη και για θέρμανση, με τις πρώτες να αυξάνονται συνεχώς και τις δεύτερες να μειώνονται αν και όχι αναλόγως.
Περισσότερο εκτεθειμένες είναι και σε αυτήν την περίπτωση οι ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, καθώς όπως ανέφεραν οι ερευνητές στη μελέτη του 2021, η θερμική έκθεση συσχετίζεται με το οικογενειακό εισόδημα των νοικοκυριών στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας.
Έτσι, «νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα δέχονται μεγαλύτερες θερμικές πιέσεις κυρίως λόγω της μέτριας ή και κακής ποιότητας και της μεγάλης ηλικίας των κτηριακών κατασκευών, τη μεγαλύτερη πυκνότητα πηγών θερμότητας (λ.χ. μεγάλοι οδικοί άξονες, βιοτεχνικές μονάδες, υψηλή πυκνότητα κτηρίων) ή/και την έλλειψη χώρων πρασίνου».
Οι προτάσεις
Μικρά πάρκα, αστικός βελονισμός, πράσινες ταράτσες και δίκτυο πεζοδρόμων είναι μερικές από τις λύσεις που προτείνουν οι επιστήμονες που απαρτίζουν τη συντακτική ομάδα για να δροσιστεί η Αθήνα ενόψει των ισχυρών και μεγάλων καυσώνων του μέλλοντος.
Σύμφωνα μάλιστα με τη μελέτη, η μείωση κατά ένα βαθμό Κελσίου της θερμοκρασίας του αέρα στην Αθήνα οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη κατά 4,1%, της θνησιμότητας από πνευμονολογικά και καρδιολογικά νοσήματα κατά 8% και της συγκέντρωσης του όζοντος κατά περίπου 7-8%.
Πολλά μικρά πάρκα – αστικός βελονισμός: Πάρκα μικρού και μεσαίου μεγέθους έχουν τη δυνατότητα δροσισμού των γειτονικών περιοχών κατά περίπου την ίδια ένταση με μεγαλύτερα πάρκα. Εχει μάλιστα ιδιαίτερη σημασία η διάχυση (αστικός βελονισμός) μικρών και μεσαίων πάρκων στον αστικό ιστό, στο πλαίσιο της διαμόρφωσης σχεδίων προσαρμογής στην αστική κλιματική αλλαγή.
Εναλλακτικό δίκτυο πράσινων χώρων: Σε πόλεις με περιορισμένους ελεύθερους χώρους για τη δημιουργία πάρκων, μία εναλλακτική λύση είναι η μετατροπή των σχολικών αυλών σε δίκτυο μικρών πάρκων. Αντίστοιχα δίκτυα δρομολογούν πόλεις στην Ευρώπη, όπως το Παρίσι και η Βαρκελώνη.
Ως παράδειγμα η επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών εξέτασε το 144ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών. Η αναδιαμόρφωση του σχολείου περιλαμβάνει φύτευση στην αυλή, τη δημιουργία ενός μεσογειακού πάρκου στην πίσω πλευρά του σχολικού κτηρίου, τη δημιουργία πράσινης οροφής, τη διαμόρφωση σκιάστρων και ενός πράσινου τοίχου στη δυτική πλευρά του σχολείου και την τοποθέτηση ψυχρών (ανακλαστικών) υλικών στον προαύλιο χώρο, με στόχο τη μείωση της απορροφημένης ηλιακής ακτινοβολίας και κατά συνέπεια των θερμοκρασιών επιφάνειας εδάφους και του υπερκείμενου αέρα.
Οι κινήσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της θερμοκρασίας του αέρα κατά περίπου 1-3 °C στη σχολική αυλή και στους χώρους που βρίσκονται στην περίμετρο του σχολικού κτηρίου. Επιπλέον το εύρος της θερμοκρασιακής επίδρασης των παρεμβάσεων δεν εξαντλείται στον χώρο του σχολείου, αλλά σε απόσταση περίπου 80-100 μέτρων, δηλαδή στη γειτονιά του σχολείου.
Κάνοντας μία αναγωγή στο σύνολο των σχολείων στον Δήμο Αθηναίων, οι μελετητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η δροσιστική επίδραση εκτείνεται σε περίπου 8 τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή περίπου στο 20% της έκτασης του Δήμου Αθηναίων.
Πεζόδρομοι και δρόμοι ήπιας κυκλοφορίας: Σε περιοχές με επιβαρυμένα χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα ψηλά κτίρια είναι αναγκαία η μείωση της θερμοκρασίας είτε με την ενίσχυση του πρασίνου ή με την απομάκρυνση πηγών θερμότητας όπως η κυκλοφορία οχημάτων, μέσω της μετατροπής τους σε πεζόδρομους ή δρόμους ήπιας κυκλοφορίας.
Παράδειγμα θα μπορούσαν να αποτελέσουν τα super blocks που εφαρμόζονται πιλοτικά στη Βαρκελώνη σε μία προσπάθεια ανάκτησης του δημόσιου χώρου και ενίσχυσης του πρασίνου σε χώρους που μέχρι πρότινος καταλαμβάνονταν από αυτοκίνητα. Η μέθοδος προβλέπει την αρχική απόδοση διασταυρώσεων σε χώρους πρασίνου και την τελική διαμόρφωση με την απομάκρυνση της διαμπερούς κυκλοφορίας και τη χρήση των γύρω δρόμων μόνο από τους κατοίκους της γειτονιάς.
Η γειτονιά των 15 λεπτών: Η ιδέα δρομολογείται στο Παρίσι και στηρίζεται στη λειτουργία της γειτονιάς με τέτοιο τρόπο ώστε σε απόσταση 15 λεπτών να προσφέρει ολοκληρωμένες υπηρεσίες προς τον πολίτη, από την προμήθεια πρώτων ειδών μέχρι την ψυχαγωγία ή την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.
Κάτι τέτοιο βέβαια, όπως παρατηρούν και οι μελετητές, «ανατρέπει παραδοσιακούς πολεοδομικούς σχεδιασμούς όπως οι περιοχές αποκλειστικής κατοικίας, πλην όμως διαμορφώνει ένα νέο πλαίσιο αστικού σχεδιασμού το οποίο περιορίζοντας, μεταξύ άλλων, την κυκλοφορία των οχημάτων, συμβάλλει στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή».
πηγή: ethnos.gr