Εγκληματικές οργανώσεις που ευθύνονται για μια «έκρηξη» κέντρων διακίνησης ανθρώπων και διαδικτυακής απάτης στη διάρκεια της πανδημίας έχουν επεκταθεί από την Νοτιοανατολική Ασία κι έχουν μετατραπεί σε παγκόσμιο δίκτυο, που κερδίζει έως και τρία τρισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, ανακοίνωσε ο επικεφαλής της Interpol.
«Επικουρούμενα από την ανωνυμία που προσφέρει το διαδίκτυο, εμπνευσμένα από νέα επιχειρηματικά μοντέλα και με πρόσφορο έδαφος λόγω της COVID, αυτά τα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος λειτουργούν σήμερα σε μια κλίμακα που κανείς δεν θα φανταζόταν πριν από μια δεκαετία», δήλωσε ο γενικός γραμματέας του μεγαλύτερου διεθνούς αστυνομικού οργανισμού στον κόσμο, ο Γιούργκεν Στοκ.
Τα νέα κέντρα κυβερνοεγκλήματος, όπου συχνά απασχολούνται ακούσια άνθρωποι που έχουν πέσει θύματα διακίνησης και έχουν εξαπατηθεί με το πρόσχημα μιας νόμιμης δουλειάς, έχουν συμβάλει ώστε τα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος να έχουν πλέον έσοδα κυρίως από την διακίνηση ανθρώπων αντί από την διακίνηση ναρκωτικών.
Σύμφωνα με τον Στοκ, τα έσοδα από την διακίνηση ναρκωτικών ωστόσο παραμένουν στο 40% με 70% των συνολικών εσόδων των εγκληματικών οργανώσεων.
«Αλλά βλέπουμε οργανώσεις που ξεκάθαρα διαφοροποιούν τις εγκληματικές τους επιχειρήσεις χρησιμοποιώντας τις διόδους διακίνησης ναρκωτικών για την διακίνηση ανθρώπων, όπλων, πνευματικής ιδιοκτησίας, κλεμμένων προϊόντων, αυτοκινήτων», σημείωσε ο Στοκ.
Περίπου δύο με τρία τρισεκατομμύρια δολάρια σε παράνομα έσοδα μεταφέρονται μέσω του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος κάθε χρόνο, σύμφωνα με τον Στοκ, ενώ όπως λέει ο ίδιος, ένα δίκτυο του οργανωμένου εγκλήματος μπορεί να έχει κάθε χρόνο κέρδη 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Τα Ηνωμένα Έθνη ανακοίνωσαν τον περασμένο χρόνο ότι περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι διακινήθηκαν μέσω κέντρων κυβερνοαπάτης στην Καμπότζη.
Τον Νοέμβριο, η Μιανμάρ εξέδωσε χιλιάδες φυγάδες Κινέζους υπόπτους για τηλεπικοινωνιακές απάτες στην Κίνα.
Πηγή: AΠΕ-ΜΠΕ