«Σε ποιον ανήκει το παρελθόν;» είναι ο τίτλος του debate που διοργάνωσε το Βρετανικό Μουσείο πριν από λίγες μέρες, με τον πρόεδρό του, Τζορτζ Όσμπορν, να ανοίγει τη συζήτηση, όπου μεταξύ αποικιοποίησης και ταυτότητας ετέθη, φυσικά, και το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα.
«Τα Γλυπτά είναι το παιδί στη μέση ενός άσχημου διαζυγίου» είπε η διάσημη κλασικίστρια, καθηγήτρια και συγγραφέας, επίσης μέλος του ΔΣ του Βρετανικού Μουσείου, Μέρι Μπίαρντ, στο debate που διοργάνωσε πριν από λίγες μέρες το Βρετανικό Μουσείο, με τίτλο «Σε ποιον ανήκει το παρελθόν».
Ήδη από την εισαγωγή ετέθη ως κεντρικό ερώτημα στο πάνελ το ζήτημα του διεθνούς μουσείου, με τον συντονιστή και αρθρογράφο των Times, Μάθιου Πάρις, να λέει ότι η ιδέα του παγκόσμιου μουσείου βρίσκεται υπό επίθεση, εξαιτίας των πιέσεων για την επιστροφή έργων τέχνης, των οποίων η κατοχή θεωρείται παράνομη. Την ίδια ώρα, καλούνται να αντιμετωπίσουν το αποικιακό τους παρελθόν και να αναδιατυπώσουν τον ρόλο τους, πρόσθεσε.
Το άσβεστο αποικιοκρατικό αντανακλαστικό
Η Μονίρα Μίρζα, πρώην διευθύντρια του πρωθυπουργικού γραφείου από το 2019 ως το 2022 και πρώτη αντιδήμαρχος του Λονδίνου, ενώ δήλωσε ότι είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να επιστραφούν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τα έργα τέχνης που έκλεψαν οι ναζί, υποστήριξε ότι θολώνουν τα δεδομένα όσο πηγαίνουμε στο παρελθόν.
«Τα πολιτιστικά αγαθά είναι προϊόντα συγκεκριμένου χρόνου και τόπου, αλλά και προϊόντα της ευρύτερης ανθρώπινης εμπειρίας. Κάθε αντικείμενο, σε κάθε μουσείο ανά τον κόσμο έχει συνήθως φτάσει εκεί από κάπου αλλού. Αναγνωρίζουμε ότι είναι θετικό να βλέπεις έργα τέχνης από άλλους πολιτισμούς. Έτσι, διαφωνώ ότι υπάρχει ένα και μόνο μέρος όπου μπορούν να εκτεθούν τα έργα, δηλαδή στον χώρο όπου δημιουργήθηκαν. Αν πιστεύεις ότι πρέπει να επιστραφούν, τότε θα αδειάσουν τα μουσεία», κατέληξε.
Μια άποψη έμπλεη των αποικιοκρατικών ιδεωδών, του δικαιωματισμού που διακατέχει ακόμα μεγάλο μέρος των Βρετανών που κατέχουν καθοριστικές θέσεις στη διαχείριση του πολιτισμού της χώρας.
«Το αν θα επιστρέψουμε ή όχι τα έργα τέχνης, συχνά έχει να κάνει με το κατά πόσο συμπαθούμε τη χώρα που τα διεκδικεί» είπε αμέσως μετά ο Ρόρι Στιούαρντ, συγγραφέας και πρώην βουλευτής των Συντηρητικών, προκαλώντας γέλια στην έκθεση. Για να περάσει αμέσως στην υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα.
«Δεν είναι τυχαίο ότι μας εξιτάρει τόσο η υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα, αφού πάντα μας ενδιέφερε η αρχαία Ελλάδα. Πολλοί αναγκαστήκαμε να μάθουμε αρχαία ελληνικά στο σχολείο, επισκεφθήκαμε τη χώρα και τους αρχαιολογικούς χώρους. Επίσης, πάντα πιστεύαμε στον αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αγαπούσαμε τον λόρδο Βύρωνα. Αν όμως έχουμε να κάνουμε με το Αφγανιστάν και την κυβέρνηση των Ταλιμπάν, που ζητάνε πίσω αρχαιότητες, το αντιμετωπίζουμε διαφορετικά το αίτημά τους».
Τόνισε, βέβαια, ότι σημασία έχει και τι θεωρούν οι Βρετανοί ότι έχει μεγάλη αξία. «Ποιος θα μιλούσε εκ μέρους των Αφγανών; Στην περίπτωση της Ελλάδας έχουμε έναν πάρα πολύ σοφιστικέ πρωθυπουργό, με επιχειρήματα, και ένα αίτημα που διατυπώθηκε πριν από 200 χρόνια».
Ήταν η στιγμή που η Μπίαρντ ένιωσε την ανάγκη να παρέμβει και να τονίσει ότι κατά κάποιον τρόπο τα Γλυπτά ανήκουν στην Ελλάδα, «υπάρχει όμως και το επιχείρημα ότι τα Γλυπτά είναι διεθνή, ανήκουν στην ανθρωπότητα, όχι σε ένα και μόνο μέρος, έστω και αν εκεί δημιουργήθηκαν».
Η δυσφορία για την αρπαγή των Γλυπτών διαρκεί 192 χρόνια
Ο συγγραφεάς και καθηγητής Ντέιβιντ Ολουσόγκα παρενέβη για να δώσει μία -θα τολμούσα να πω- ξεκάθαρη απάντηση στις αναφορές περί μακρινού παρελθόντος.
«Όταν ήρθαν στο Λονδίνο τα Γλυπτά του Παρθενώνα, ο λόρδος Βύρων χαρακτήρισε τον Έλγιν λεηλάτη και την αφαίρεση των Γλυπτών παράνομη» τόνισε, προσθέτοντας ότι ήδη τότε, λοιπόν, υπήρξαν αντιδράσεις και προτροπές να επιστραφούν τα Γλυπτά.
«Η αντίληψη ότι είναι πρόσφατη η δυσφορία για τον τρόπο που έφτασαν αυτές οι αρχαιότητες στην Ελλάδα είναι λανθασμένη. Η δυσφορία υπήρχε από την πρώτη στιγμή» κατέληξε.
Η Μίρζα ένιωσε την ανάγκη να υπερασπιστεί τον λόρδο Έλγιν, λέγοντας ότι τα μετακίνησε επειδή κινδύνευαν να καταστραφούν από τους Οθωμανούς… «Είδε ότι θα καταστραφούν και για αυτό τα αφαίρεσε, αλλιώς θα καταστρέφονταν. Και η αλήθεια είναι ότι άφησε τα μισά στην Αθήνα, όχι στον Παρθενώνα, αλλά στο μουσείο». Έκανε λόγο, μάλιστα, για ένα «πραγματιστικό συμβιβασμό, που έχει νόημα». Πρέπει λοιπόν να ευγνωμονούμε τον Έλγιν;
Η προσωρινή αίθουσα όπου εκτέθηκαν τα Γλυπτά του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο. Πηγή: Smith 1916. Aπό το βιβλίο του Νίκου Σταμπολίδη «Ο Παρθενώνας και ο Βύρωνας».
Σαν παιδί στη μέση ενός άσχημου διαζυγίου
Mία ώρα πέρασε από τη συζήτηση για να γίνει μια κρίσιμη παρέμβαση από το κοινό: «Κανένα από τα μέλη του πάνελ δεν μας είπε αν πρέπει να επιστραφούν τα Γλυπτά στην Ελλάδα. Ποια είναι λοιπόν η άποψή σας;».
Η Μέρι Μπίαρντ τόνισε ότι δεν είναι μια ερώτηση που μπορεί να απαντηθεί απλά με ένα «ναι» ή ένα «όχι».
«Τα καημένα τα μάρμαρα είναι το παιδί στο μέσον ενός άσχημου διαζυγίου. Θέλω να δω, ρεαλιστικά, αυτά τα έργα να μοιράζονται με μεγαλύτερη γενναιοδωρία με την Ελλάδα, αλλά και με όλο τον κόσμο. Να δω ξανά τα Γλυπτά του Παρθενώνα να είναι πρεσβευτές του Ελληνιστικού Πολιτισμού. Μπορούν να το κάνουν αυτό στην Αθήνα, στο Λονδίνο, γιατί όχι και στο Πεκίνο».
Ο Ρόρι με το χαρακτηριστικό του χιούμορ απάντησε: «Υποθέτω αν με κολλήσεις στον τοίχο και με αναγκάσεις να απαντήσω, θα σου πω ναι, πρέπει να επιστρέψουν».
Ο Nτέιβιντ, παθιασμένα, απάντησε ότι απέχουν μόλις εννέα χρόνια από τη συμπλήρωση 200 ετών από την άφιξη των Γλυπτών στο Λονδίνο. Έναν χρόνο μετά η Ελλάδα τα διεκδίκησε ξανά. «Ανήκουν στο όμορφο Μουσείο της Ακρόπολης» τόνισε.
iefimerida.gr