Μπορεί ο νους σας να μην πηγαίνει αυτομάτως στην κλιματική αλλαγή, κάθε φορά που αντικρίζετε τις διαρκώς αυξανόμενες τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Σε ορισμένα προϊόντα οι ανατιμήσεις γίνονται με εξωφρενικούς ρυθμούς. Όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς.
Το τελευταίο διάστημα οι καταναλωτές σε όλο τον κόσμο παρακολουθούν την τιμή του καφέ να εκτοξεύεται στα ύψη.
Στις ΗΠΑ οι τιμές στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για τους κόκκους καφέ έσπασαν ρεκόρ 13ετίας.
Η τιμή του Arabica, της πιο δημοφιλούς ποικιλίας καφέ που αντιπροσωπεύει το 70% της παγκόσμιας παραγωγής, άγγιξε τα 5.800 δολάρια ανά τόνο, σημειώνοντας αύξηση 40% μόλις μέσα στο τρέχον έτος.
Η ποικιλία Robusta, η οποία αντιπροσωπεύει το 30% της παγκόσμιας παραγωγής, έφτασε τα 5.000 δολάρια τον τόνο.
Tιμή διπλάσια σε σχέση με ένα χρόνο πριν και σε υψηλό 47ετίας, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Καφέ.
Η εκτίναξη των τιμών είναι πολυπαραγοντική.
Σημειώνεται εν μέσω αυξανόμενης ζήτησης, ιδίως σε αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Κίνα και η Ινδία, όπου μια νέα μεσαία τάξη αποκτά πρόσβαση σε προϊόντα που ήταν μέχρι πρότινος απρόσιτα.
Σε αυτή λοιπόν τη συγκυρία έρχεται και «κουμπώνει» η κλιματική αλλαγή.
Αφήνει βαρύ το αποτύπωμά της με ακραία καιρικά φαινόμενα στις κύριες περιοχές παραγωγής καφέ, καθώς και με την εμφάνιση παρασίτων, που ευνοούνται από την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης.
Η Βραζιλία, «βασίλισσα» στην παραγωγή της ποικιλίας Arabica και εν γένει μεγαλύτερη παραγωγός καφέ στον κόσμο, πλήττεται από υψηλές θερμοκρασίες και τη χειρότερη ξηρασία εδώ και επτά δεκαετίες.
Το Βιετνάμ, κορυφαίος παραγωγός της πιο προσιτής ποικιλίας Robusta, σαρώνεται από τροπικές καταιγίδες, τυφώνες και καταστροφικές πλημμύρες.
Σε έναν φαύλο κύκλο, η μείωση της παραγωγής Robusta οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης για την ποικιλία Arabica, η παραγωγή της οποίας όμως είναι επίσης ελλειμματική.
Καφές «φαρμάκι»
Πέρα από τον αντίκτυπο των κλιματικών σοκ στην παγκόσμια προσφορά καφέ, ώθηση στις τιμές του δίνουν κι άλλοι παράγοντες, όπως οι διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού στο φόντο δύο μεγάλων πολέμων στον πλανήτη.
Λόγω των επιθέσεων των ανταρτών Χούθι της Υεμένης, για παράδειγμα, μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες έχουν εκτρέψει τα πλοία τους από την Ερυθρά Θάλασσα και τη Διώρυγα του Σουέζ.
Από την «εξίσωση» των ανοδικών τιμών δεν λείπει φυσικά και η κερδοσκοπία.
Η κατάσταση έχει φέρει πλέον στα όρια της απόγνωσης επιχειρηματίες και καταναλωτές, ακόμη και σε χώρες όπως η Ιταλία, που -όπως επισημαίνουν οι Financial Times- έχει από τους πιο φθηνούς καφέδες στο δυτικό τμήμα της Ευρώπης.
Στα πανταχού παρόντα καφέ της ο εσπρέσο χρεώνεται κατά μέσο όρο 1,20 ευρώ και περίπου 1,50 ευρώ ο καπουτσίνο.
Οι τιμές έχουν ήδη αυξηθεί κατά περίπου 15% από το 2021, λόγω ακρίβειας των πρώτων υλών και του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους.
Όμως τώρα αναμένονται αυξήσεις έως και κατά δύο τρίτα, σε μια χώρα όπου τα έσοδα από την κατανάλωση καφέ φτάνουν το εντυπωσιακό ποσό των 7 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Οργανώσεις καταναλωτών έχουν ξεσηκωθεί.
Η Assoutenti, για παράδειγμα, προειδοποιεί ότι οποιαδήποτε περαιτέρω αύξηση των τιμών του καφέ θα στρέψει τον κόσμο μακριά από τα καφέ -που μέχρι και σήμερα αποτελούν για τους Ιταλούς μια μικρή καθημερινή «τελετουργία».
Έχοντας πληγεί σκληρά από τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, ιδιοκτήτες επιχειρήσεων στον κλάδο της εστίασης δηλώνουν αδυναμία απορρόφησης του αυξημένου κόστους.
Πολλοί σκαρφίζονται τώρα λύσεις… έκτακτης ανάγκης. Στη Λιγουρία ένας ιδιοκτήτης μπαρ απάντησε στα παράπονα για τις αυξήσεις στις τιμές, προσφέροντάς εσπρέσο έναντι μόλις 70 σεντς, αρκεί οι πελάτες του να φέρνουν δικά τους φλιτζάνια, κουτάλια και ζάχαρη.
Ακριβό το κακάο, «αλμυρή» η σοκολάτα
Το κακάο -άλλη μια «χρυσή» καλλιέργεια- βρίσκεται επίσης υπό απειλή από την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Στη Δυτική Αφρική -και δη στην Ακτή Ελεφαντοστού και τη Γκάνα, που αντιπροσωπεύουν από κοινού το 50% της παγκόσμιας παραγωγής κακάο- τα καιρικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο ακραία.
Καταγράφεται άνοδος της θερμοκρασίας και ακανόνιστες βροχοπτώσεις.
Με τα κακαόδεντρα να είναι εξαιρετικά ευαίσθητα στις διακυμάνσεις θερμοκρασίας και υγρασίας, η κλιματική αλλαγή και το φαινόμενο Ελ Νίνιο πλήττουν την παραγωγή κακάο, εκτοξεύοντας στα ύψη την τιμή της βασικής πρώτης ύλης της σοκολάτας.
Την κατάσταση επιδεινώνουν ασθένειες, παράσιτα και μύκητες, που κάνουν «πάρτι» υπό αυτές τις κλιματικές συνθήκες.
Εν μέσω αυξημένης ζήτησης, η περιορισμένη προσφορά ανεβάζει την τιμή.
Παραμένει εξαιρετικά αμφίβολο εάν και πότε θα μπορούσαν να καλυφθούν οι σοβαρές ελλείψεις στην παραγωγή.
Προσώρας, ανεβάζουν την τιμή του κακάο συνεχώς σε νέα ύψη.
Με τις νέες προκλήσεις εν τω μεταξύ να παγιώνονται, πολλοί παραγωγοί κακάο μεταφέρουν τις καλλιέργειες κακαόδεντρων σε μεγαλύτερα υψόμετρα, σε αναζήτηση καλύτερων συνθηκών.
Όμως ούτε αυτό αποτελεί βιώσιμη λύση, καθώς η διαθέσιμη γη είναι περιορισμένη και η επέκτασή της θα συνεπαγόταν περαιτέρω αποψίλωση δασών.
Με αυτά και με άλλα, ειδικοί εκτιμούν ότι το ένα τρίτο των φυτειών κακάο θα μπορούσε να εξαφανιστεί μέχρι το 2050.
Μπανάνες, οι ακριβοθώρητες;
Οι θρεπτικές και νόστιμες μπανάνες αποτελούν τα πιο εξαγώγιμα φρούτα στον κόσμο. Κινδυνεύουν και αυτές, ωστόσο, από την κλιματική αλλαγή.
«Τεράστια απειλή» για την παραγωγή του δημοφιλούς τροπικού φρούτου τη χαρακτηρίζει ο Πασκάλ Λιου, ανώτερος οικονομολόγος του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (F.A.O) του ΟΗΕ.
Εκτός από τα ακραία καιρικά φαινόμενα που επηρεάζουν άμεσα τη συγκομιδή, τα φυτά της μπανάνας είναι πολύ ευαίσθητα στην άνοδο της θερμοκρασίας.
Όμως η μεγαλύτερη άμεση απειλή είναι η εξάπλωση ασθενειών, που ευνοούνται από την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Πιο καταστροφική θεωρείται η επέλαση του μύκητα TR4, που που έχει ήδη καταστρέψει φυτείες από την Ασία και την Αφρική, μέχρι τη Νότια Αμερική.
Γνωστή και ως «Νόσος του Παναμά», η καταστροφική μυκητιασική λοίμωξη πλήττει τα φυτά της μπανάνας μέσω των ριζών και τα σκοτώνει.
Μέχρι και σήμερα παραμένει πρακτικά αδύνατο να ανακοπεί η εξάπλωσή της στην φυτεία, μετά την εμφάνισή της. Το δε έδαφος παραμένει για χρόνια μολυσμένο. Μόνος τρόπος περιορισμού παραμένει η καραντίνα, αν και συχνά είναι ανεπιτυχής.
Πιο ευάλωτη στον μύκητα TR4 είναι η Cavendish, η σημαντικότερη ποικιλία μπανάνας σε παγκόσμιο επίπεδο και κυρίαρχη στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Σε αυτό το φόντο, προειδοποιούν οι ειδικοί, η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής μπανάνας και κατ’ επέκταση σε υψηλότερες τιμές.
Στην κλιματική «μέγγενη» οι πατάτες, μέχρι και το ρύζι
Ακόμη όμως κι αν ο καφές, το κακάο και οι μπανάνες είναι από τα τρόφιμα που θα μπορούσε να διαγράψει κανείς από την καθημερινή διατροφή του, υπάρχουν άλλα που θεωρούνται βασικά και επίσης βρίσκονται σε κίνδυνο από την κλιματική αλλαγή.
Οι πατάτες, για παράδειγμα, απαιτούν συνεχή παροχή νερού.
Καθώς όμως οι ξηρασίες γίνονται όλο και πιο συχνές και έντονες, σε πολλές περιοχές επηρεάζονται σοβαρά οι αποδόσεις των καλλιεργειών τους. Οι επιλογές για τους αγρότες δεν είναι πολλές.
Είτε θα πρέπει να καταφύγουν σε δαπανηρές λύσεις άρδευσης ή να στραφούν σε άλλα είδη για την παραγωγή τους.
Ερευνητές του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Επισιτιστική Πολιτική προβλέπουν μάλιστα ότι η παγκόσμια παραγωγή πατάτας θα μπορούσε να μειωθεί κατά 9% μέχρι το 2050, καθώς ορισμένες περιοχές θα καταστούν ακατάλληλες για την καλλιέργειά τους.
Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, αναμένεται επιμήκυνση των καλλιεργητικών περιόδων στον βορρά, ενόσω τα χωράφια θα γίνονται όλο και πιο ξηρά στο νότο.
Συνολικά οι κατάλληλες εκτάσεις για την καλλιέργεια τεσσάρων κορυφαίων διατροφικών προϊόντων -καλαμπόκι, πατάτες, ρύζι και σιτάρι – προβλέπεται ότι αργά ή γρήγορα θα μετατοπιστούν γεωγραφικά, λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Ανεξαρτήτως αυτού, πάντως, στο σενάριο διατήρησης υψηλών των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ειδικοί υπολογίζουν ότι οι αποδόσεις των καλλιεργειών καλαμποκιού θα μειωθούν κατά 24% έως το 2030.
Η παραγωγή σιταριού -βασικής πηγής θερμίδων για περισσότερους από 3,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη- θα μπορούσαν να μειωθούν κατά περισσότερο από 15% στις πιο θερμές περιοχές, όπως στην Αφρική.
Πρακτικά, αυτό θα σήμαινε για τους καταναλωτές αύξηση της μέσης παγκόσμιας τιμής του σιταριού κατά 1,8%, σύμφωνα με νέα ευρωπαϊκή μελέτη.
Η παραγωγή ρυζιού αντίστοιχα -έτερου βασικού τροφίμου για μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού- θα μπορούσε να μειωθεί σε απόδοση κατά 11% μέχρι το 2050.
Με διακύβευμα την επισιτιστική ασφάλεια, βαρύνοντα ρόλο έχουν προφανώς οι αγροτικές και περιβαλλοντικές πολιτικές, η παγκόσμια ζήτηση και οι γεωργικές πρακτικές.
πηγή: in.gr