Νέες αποκαλύψεις έρχονται στη δημοσιότητα από το σκάνδαλο της Cambridge Analytica με το “φακέλωμα” προσωπικών δεδομένων χρηστών και την εμπορική τους χρήση.
Λίγο πριν κλείσει μια χρονιά που έβαλε τη Facebook στο στόχαστρο των ελεγκτικών αρχών Αμερικής και Ευρώπης, η εταιρεία που είδε τις μετοχές της να πέφτουν εμπλέκεται τώρα σε νέα σειρά αποκαλύψεων.
Όπως αποκαλύπτουν σήμερα οι New York Times, η εταιρεία του Ζούκερμπεργκ έδωσε πρόσβαση σε μεγάλο όγκο δεδομένων σε μια σειρά από κολοσσούς όπως η Microsoft, η Amazon, το Netflix και το Spotify. Οι συμφωνίες βοηθούσαν το Facebook να κερδίσει περισσότερους χρήστες και τους “συνεργάτες” του να προσθέσουν νέα χαρακτηριστικά στα προϊόντα τους, αποφεύγοντας αποτελεσματικά τους κανόνες απορρήτου.
Όλα ανοιχτά στο Messenger
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, το κοινωνικό δίκτυο επέτρεψε στη μηχανή αναζήτησης της Microsoft να βλέπει τα ονόματα σχεδόν όλων των φίλων των χρηστών του Facebook χωρίς τη συγκατάθεσή τους, ενώ έδωσε και τη δυνατότητα σε Netflix και Spotify να διαβάζουν τα προσωπικά μηνύματα των χρηστών. Στην περίπτωση του Spotify, η εταιρεία συνδέθηκε με τα παράθυρα συνομιλίας χρηστών για να στείλει τραγούδια στους φίλους τους.
Ακόμη, επέτρεψε στην Amazon να αποκτήσει ονόματα χρηστών και πληροφορίες επικοινωνίας μέσω των φίλων τους, και έδωσε ακόμη πρόσβαση στη Yahoo να διαβάζει τις αναρτήσεις φίλων χρηστών, παρά τις δημόσιες ανακοινώσεις της εταιρείας ότι είχε σταματήσει τον διαμοιρασμό.
Συνολικά εμπλέκονται 150 εταιρείες με τα προσωπικά δεδομένα να διαμοιράζονται χωρίς τη συγκατάθεση των εμπλεκομένων.
Οι δημοσιογράφοι των Times μίλησαν με 50 πρώην υπαλλήλους της Facebook και κρατικούς αξιωματούχους. Παράλληλα, είχαν πρόσβαση σε 270 σελίδες απόρρητων εγγράφων. Ανάμεσα δε στις εταιρείες που είχαν άδεια πρόσβασης σε ευαίσθητα δεδομένα, ακόμη και προσωπικά μηνύματα, φέρεται να είναι και η Royal Bank of Canada. Το δημοσίευμα αναφέρει πως ακόμη και “κλειδωμένα” thread συζητέσεων, “ξεκλείδωναν” για χάρη των εταιρειών.
Σημειώνεται πως από πέρυσι είναι γνωστό πως Sony, Amazon και Microsoft, είχαν πρόσβαση σε διευθύνσεις email χρηστών, μέσω των λογαριασμών των φίλων τους στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης.
Οι συμφωνίες περιελάμβαναν και 60 κατασκευαστές smartphones, συμπεριλαμβανομένης της Apple και της Huawei. H Apple, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, μπορούσε να “δει” επαφές και καταχωρίσεις χρηστών, ακόμη κι ήταν “ιδιωτικές”. Επίσης, χωρίς να “ζητά” από τον χρήστη δεδομένα, μπορούσε να τα καταγράφει και να τα καταχωρεί.
Ακόμη, το Facebook εμφάνιζε ως “προτεινόμενους φίλους”, χρήστες των οποίων τα στοιχεία είχαν καταχωρηθεί σε άλλους κολοσσούς με τους οποίους “συνεργάστηκε” στο σκάνδαλο που φέρνουν στη δημοσιότητα οι New York Times.
Η απάντηση των εταιρειών
Η εταιρεία απάντησε στο δημοσίευμα διαψεύδοντας όλες τις πληροφορίες. Ισχυρίζεται ότι οι μεγάλες εταιρείες ενεργούσαν “ως προέκταση” του Facebook. Όπως αναφέρεται, κάθε πληροφορία που μοιραζόταν ένας χρήστης με φίλους του στην προσωπική του σελίδα, ήταν δυνατό να κοινοποιηθεί στις εμπλεκόμενες εταιρείες χωρίς τη δική του συγκατάθεση. Παραδέχθηκε ωστόσο πως στο παρελθόν υπήρξαν τέτοιου τύπου “συνέργειες”, χωρίς όμως οικονομικό αντίτιμο.
“Οι συνεργάτες του Facebook δεν μπορούν να αγνοήσουν τις ρυθμίσεις προστασίας απορρήτου των χρηστών και είναι λάθος να ισχυρίζεται κανείς ότι το κάνουν”, σχολίασε ο Στιβ Σάτερφιλντ, διευθυντής του τμήματος Προστασίας του Απορρήτου και Ιδιωτικότητας του Facebook. “Με τα χρόνια, έχουμε συνεργαστεί με άλλες εταιρείες, ώστε οι χρήστες να μπορούν να χρησιμοποιούν το Facebook σε συσκευές και πλατφόρμες που δεν υποστηρίζουμε οι ίδιοι”, είπε.
“Σε αντίθεση με ένα παιχνίδι, υπηρεσία μουσικής ή άλλη εφαρμογή τρίτου μέρους που προσφέρει εμπειρίες που είναι ανεξάρτητες από το Facebook, αυτοί οι συνεργάτες μπορούν να προσφέρουν συγκεκριμένες λειτουργίες στο Facebook και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν πληροφορίες για ανεξάρτητους σκοπούς”, πρόσθεσε.
Σε δηλώσεις τους στην εφημερίδα, το Spotify και το Netflix δήλωσαν ότι δεν γνώριζαν ότι είχαν λάβει συγκεκριμένη πρόσβαση και πως δεν έκαναν χρήση της.
Η Apple τέλος, δήλωσε στους N.Y. Times, ότι δεν γνώριζε ότι είχε ειδική πρόσβαση και ότι τα δεδομένα που περιγράφονται δεν έφευγαν ποτέ από τη συσκευή του χρήστη.