Το Υπουργείο Πολιτισμού προχωρά -στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος που εκπονεί σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο- στη διερεύνηση πολιτιστικών χρήσεων και αποκατάστασης του Βρετανικού Νοσοκομείου, στο Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας.
Στόχος του προγράμματος είναι η διερεύνηση και τεκμηρίωση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και δομικής κατάστασης του κτιρίου, στο πλαίσιο της ιστορικής μετάλλαξής του, η διατύπωση άμεσων μέτρων προστασίας, η διαμόρφωση στρατηγικών για την αποκατάσταση και επανάχρησή του με πολιτιστικές χρήσεις, στο σύνθετο μνημειακό περιβάλλον του Παλαιού Φρουρίου της Κέρκυρας και εντέλει η διατύπωση πρότασης αποκατάστασής του.
Όπως δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη: «Το Υπουργείο Πολιτισμού και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ενώνουν τις δυνάμεις τους για ένα πολύ σημαντικό έργο, που αφορά στη διερεύνηση των προοπτικών αποκατάστασης και ανάδειξης του Βρετανικού Νοσοκομείου, στο Παλαιό Φρούριο, της Κέρκυρας. Το έργο εντάσσεται στο συνολικό διαχειριστικό σχέδιο του Υπουργείου Πολιτισμού για την Παλιά Πόλη της Κέρκυρας, η οποία περιλαμβάνεται στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Η αποκατάσταση του μνημειακού κτηρίου του Βρετανικού Νοσοκομείου περιλαμβάνεται στις προτάσεις του Διαχειριστικού Σχεδίου (master plan) των Φρουρίων της Κέρκυρας, το οποίο ολοκληρώθηκε το 2022. Στο ίδιο πλαίσιο, το Υπουργείο Πολιτισμού εκτελεί το έργο της αποκατάστασης του Προμαχώνα των “Επτά Ανέμων”, που αφορά στη στερέωση και την ανάταξη του νότιου τείχους του Νέου φρουρίου. Παράλληλα είναι σε εξέλιξη οι εργασίες στερέωσης των ετοιμόρροπων τμημάτων των βραχωδών πρανών του Παλαιού Φρουρίου. Τα δύο έργα, συνολικού προϋπολογισμού 3.600.000 €, ολοκληρώνονται στο τέλος του 2025 και χρηματοδοτούνται από το ΥΠΠΟ με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Καθώς η Κέρκυρα αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς της χώρας, στόχος μας είναι η αρμονική ένταξή των μνημείων της στους πολλούς πόλους έλξης του νησιού. Θέλουμε τα μνημεία μας να αποκτούν νέα ζωή και νέες χρήσεις, πλήρως ενταγμένα στην καθημερινότητα των κατοίκων και των επισκεπτών».
Το ερευνητικό πρόγραμμα έχει δύο φάσεις. Η πρώτη περιλαμβάνει την αναγνώριση και τεκμηρίωση του μνημείου αναφορικά με την αρχιτεκτονική και την οικοδόμησή του, τον φέροντα οργανισμό και την παθολογία του, αλλά και τη στρατηγική διερεύνηση της ένταξης πολιτιστικών χρήσεων και διατύπωση εναλλακτικών αρχιτεκτονικών κατευθύνσεων, για την αποκατάσταση και ανάδειξη του κτιρίου και του περιβάλλοντος χώρου του. Επίσης, θα διατυπωθούν τα άμεσα μέτρα προστασίας. Η δεύτερη φάση, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον σχεδιασμό των προτεινόμενων πολιτιστικών χρήσεων του Βρετανικού Νοσοκομείου και του περιβάλλοντος χώρου του και στρατηγική διαχείρισης των χρήσεων σε σχέση με το ευρύτερο περιβάλλον του φρουρίου.
Το Βρετανικό Νοσοκομείο χτίστηκε την περίοδο της αγγλοκρατίας για την περίθαλψη του αγγλικού στρατού. Το κτήριο αναπτύσσεται συμμετρικά, με καινοτόμα για την εποχή του κατασκευαστική τεχνολογία, το οποίο χαρακτηρίζει η λιτότητα και η αυστηρότητα. Κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε από τους Άγγλους και τους συμμάχους τους για την περίθαλψη και μεταφορά τραυματιών. Το 1940, η διοίκηση του Νοσοκομείου παραδόθηκε στον ελληνικό στρατό. Έναν χρόνο αργότερα με την παράδοση του νησιού στους Ιταλούς χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό νοσοκομείο και στρατηγείο των κατοχικών δυνάμεων. Η πίσω αυλή του χρησιμοποιήθηκε ως χώρος εκτελέσεων, ενώ στα ιταλικά αρχεία της εποχής αναφέρεται ότι κάποια δωμάτια του νοσοκομείου χρησιμοποιήθηκαν ως θάλαμοι βασανιστηρίων για υπόπτους και μέλη αντιστασιακών οργανώσεων. Το νοσοκομείο κάηκε στον βομβαρδισμό, της 14ης Σεπτεμβρίου 1943, από τους Γερμανούς, ενώ μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανακαινίστηκε από τον ελληνικό στρατό, με σκοπό να λειτουργήσει εκ νέου ως στρατιωτικό νοσοκομείο. Τελικά εγκαταστάθηκαν υπηρεσίες του στρατού και τα επόμενα χρόνια λειτούργησε διαδοχικά ως σχολή έφεδρων αξιωματικών, κέντρο εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων και διοικητικό κτήριο, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε και εγκαταλείφθηκε. Σήμερα το κτήριο, ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο το χαρακτήρισε ως νεώτερο Μνημείο το 2020.