Το σχέδιο νόμου για την ίδρυση Ανώτατης Σχολής Παραστατικών Τεχνών (ΑΣΠΤ) «είναι μια ουσιαστική μεταρρύθμιση την οποία ζητούσε ο καλλιτεχνικός κόσμος και ζητούσε το υπουργείο Πολιτισμού, δεκαετίες», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον ραδιοφωνικό σταθμό «ΣΚΑΪ 100,3» αναφορικά με το σχέδιο νόμου, το οποίο παρουσίασε χτες στο Υπουργικό Συμβούλιο με τους υπουργούς Παιδείας Κυριάκο Πιερρακάκη και Εσωτερικών, Θεόδωρο Λιβάνιο.
Όπως ενημέρωσε η υπουργός, «έγινε μια εκτενέστατη διαβούλευση με τη συμμετοχή των γενικών γραμματέων του υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και των υφυπουργών Πολιτισμού και Παιδείας. Ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2023, με τις κρατικές καλλιτεχνικές, δηλαδή με τις Σχολές του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης, της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, οι οποίες μετατρέπονται, μετεξελίσσονται στα 5 τμήματα της Ανώτατης Σχολής Παραστατικών Τεχνών που είναι πανεπιστημιακού επιπέδου. Με όλες αυτές τις Σχολές έχει γίνει εκτενέστατη διαβούλευση».
«Η καλλιτεχνική εκπαίδευση είναι εκπαίδευση. Επομένως ο φυσικός της τόπος είναι το υπουργείο Παιδείας που ρυθμίζει θέματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Σήμερα, λοιπόν, με την πρόταση νόμου, την οποία συζητήσαμε χθες στο Υπουργικό Συμβούλιο, εκτός από την ίδρυση της Σχολής (σσ ΑΣΠΤ), οι σχολές καλλιτεχνικής εκπαίδευσης -προφανώς θα υπάρξει μια μεταβατική περίοδος- περνούν στο υπουργείο Παιδείας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις μουσικές σχολές, στα ωδεία», επισήμανε η Λ. Μενδώνη, εξηγώντας ότι για την Ανώτατη Σχολή Παραστατικών Τεχνών θα εφαρμοστεί «το μοντέλο της Σχολής Καλών Τεχνών. Επομένως δεν θα δίνουν Πανελλαδικές Εξετάσεις οι υποψήφιοι και επίσης -και αυτό θέλω να το τονίσω- ότι όπως και στη Σχολή Καλών Τεχνών, οι διδάσκοντες μπορεί να είναι μέλη ΔΕΠ, δηλαδή να ακολουθείται η διαδικασία των διδακτορικών, να εξελίσσονται κανονικά, όπως συμβαίνει τυπικά στα Πανεπιστήμια, θα μπορούν όμως να είναι και εγνωσμένου κύρους καλλιτέχνες, επαγγελματίες του Πολιτισμού, οι οποίοι δεν θα έχουν μεν το διδακτορικό ή τα άλλα τυπικά τέτοιου τύπου διπλώματα, που όμως θα μπορούν να απασχοληθούν κανονικά, ως διδακτικό προσωπικό».
Τέλος, όσον αφορά τις σχολές καλλιτεχνικής εκπαίδευσης που λειτουργούν, η υπουργός εξήγησε ότι «με την πρόταση νόμου, την οποία θα συζητήσουμε λίγες μέρες ακόμα και αμέσως μετά θα τεθεί σε διαβούλευση, όλες οι σχολές κατατάσσονται -εδώ είναι το θέμα της διαβάθμισης- στο επίπεδο 5. Επομένως, στο επίπεδο 5 είναι οι απόφοιτοι και όχι στο 4 που υπήρχε και προκάλεσε τις αντιδράσεις, το οποίο όμως αφορούσε τους διορισμούς στο Δημόσιο. Παρόλα αυτά, σήμερα, με την πρότασή μας, κατατάσσονται στο επίπεδο 5 και όσοι τελειώνουν την σχολή (σσ ΑΣΠΤ) μπαίνουν στο επίπεδο 6. Όμως το πολύ σημαντικό είναι ότι οι απόφοιτοι και των ιδιωτικών σχολών, όπως και των κρατικών -και γι’ αυτούς υπάρχουν διατάξεις που τους δίνει τη δυνατότητα να φτάσουν, να κατακτήσουν το ΠΕ, δηλαδή το 6».
«Είναι μια νομοθετική πρόταση που πρέπει να ενώσει και όχι να διχάσει. Είναι πολύ μεγάλη τομή και ένα πολύ θετικό βήμα για τον σύγχρονο Πολιτισμό. Θέλουμε να δώσουμε καλύτερη και θετικότερη αντιμετώπιση, θεωρητικά και ουσιαστικά, στον καλλιτεχνικό κόσμο … είναι μια μεγάλη κατάκτηση του χώρου του Πολιτισμού ότι σε συνεργασία με το υπουργείο Εσωτερικών, τον Θ. Λιβάνιο και τη Β. Χαραλαμπογιάννη, με την καθοριστική συνδρομή προφανώς του υπουργείου Παιδείας, θεσπίζεται ένας κλάδος καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Το ζητούσαν οι καλλιτέχνες, εδώ και δεκαετίες. Σήμερα εμείς λέμε ναι, ο καλλιτεχνικός κόσμος αποτελεί μια διακριτή οντότητα, την οποία πρέπει να διαχειριστούμε ακριβώς ως μια διακριτή οντότητα και αυτό θεσπίζεται με την καλλιτεχνική εκπαίδευση», υπογράμμισε η υπουργός Πολιτισμού.