Aπό σήμερα το πρωί θα ξεκινήσουν να περνούν το «κατώφλι» του ανακριτή Πολυγύρου , προκειμένου να δώσουν εξηγήσεις.
Ο προϊστάμενος της εισαγγελίας έχει ασκήσει εις βάρος τους κακουργηματικές διώξεις – κατά περίπτωση – για διεύθυνση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, συμμορία, δωροληψία υπαλλήλων, άμεση συνεργεία σε αυτό και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις.
Πρόκειται για τέσσερις υπαλλήλους Διεύθυνσης και υπηρεσίας Δόμησης, δύο μέλη Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής Περιφερειακής Ενότητας και 15 ιδιώτες, η πλειοψηφία των οποίων με συναφή επαγγελματική δραστηριότητα ( αρχιτέκτονας, μηχανικός, πολιτικός μηχανικός, τοπογράφος), ενώ συγκατηγορούμενοί τους είναι ακόμη 86 άτομα, τα οποία, συνέδραμαν περιστασιακά τη δράση των οργανώσεων ή επωφελούνταν από αυτή («πελάτες») ή ακόμη προέβησαν στην τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, εκτός πλαισίου δράσης των εγκληματικών οργανώσεων.
Για τη διερεύνηση της υπόθεσης προηγήθηκαν καταγγελίες σύμφωνα με τις οποίες υπάλληλοι υπηρεσιών Δόμησης σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, λάμβαναν χρηματικά ωφελήματα, προκειμένου να επιτρέψουν παράνομες οικοδομικές εργασίες, καθώς και να εκδώσουν παράνομες οικοδομικές άδειες.
Οι τρεις εγκληματικές οργανώσεις και ο τρόπος δράσης τους
Από την έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. και τη συνδυαστική αξιολόγηση του προανακριτικού υλικού που συγκεντρώθηκε, με τη συνδρομή και υπαλλήλου της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, διαπιστώθηκε η ύπαρξη τριών εγκληματικών οργανώσεων, που δρούσαν τουλάχιστον από τον περασμένο Μάιο.
Ειδικότερα, η πρώτη εγκληματική οργάνωση που φαίνεται ότι είχε συγκροτηθεί τουλάχιστον από τον μήνα Μάιο του έτους 2024, ήταν επιχειρησιακά δομημένη, με διαρκή δράση και διακριτούς ρόλους, ενώ διευθύνονταν από δύο υπαλλήλους Υπηρεσίας Δόμησης της Βόρειας Ελλάδας, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την ιδιότητά τους, συντόνιζαν και τα υπόλοιπα 14 μέλη της εν λόγω οργάνωσης, προκειμένου να προβαίνουν σε ενέργειες ή παραλείψεις που ανάγονται ή (σε κάποιες περιπτώσεις) αντίκεινται στα υπηρεσιακά τους καθήκοντα.
Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, μέσω των μελών της οργάνωσης, εξανάγκαζαν ενδιαφερόμενους πολίτες να τους καταβάλλουν αθέμιτα χρηματικά ωφελήματα ή να τους καταβάλουν μεγαλύτερα σε περίπτωση που τα χρηματικά ωφελήματα δεν τους ικανοποιούσαν, υπό την απειλή της μη διεκπεραίωσης των γραφειοκρατικών διαδικασιών ή την επίκληση διαφόρων άλλων προφάσεων (ελλιπή δικαιολογητικά, μεγάλο φόρτο εργασίας).
Οι δύο «εγκέφαλοι» της συγκεκριμένης οργάνωσης, λόγω της πολύχρονης θητείας τους στην Υπηρεσία και εκμεταλλευόμενοι τόσο τις παθογένειες στη λειτουργία της Υπηρεσίας Δόμησης (το δαιδαλώδες νομικό πλαίσιο που διέπει την εν γένει λειτουργία των Υπηρεσιών Δόμησης, τις καθυστερήσεις στην έκδοση των σχετικών αδειών επικαλούμενοι μεγάλο φόρτο εργασίας και έλλειψη προσωπικού), όσο και την ραγδαία αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας στην περιοχή αρμοδιότητάς τους, καθώς και το έντονο ενδιαφέρον ακόμη και από ξένους επενδυτές, ανέπτυξαν σχέσεις αθέμιτης συνδιαλλαγής και ενέταξαν στην εγκληματική τους δράση συγκεκριμένους ιδιώτες-μηχανικούς, οι οποίοι ανέλαβαν να διεκπεραιώνουν τις γραφειοκρατικές διαδικασίες για λογαριασμό των πελατών τους, ζητώντας ή λαμβάνοντας αθέμιτα χρηματικά ωφελήματα από τους ιδιώτες επαγγελματίες.
Αθήνα 984