Οι ανασκαφικές και αναστηλωτικές εργασίες στη νήσο Δεσποτικό πραγματοποιήθηκαν και φέτος, παρά τις δύσκολες συνθήκες και τα μέτρα που επέβαλε η πανδημία.
Σε ό,τι αφορά την ανασκαφή, οι έρευνες επικεντρώθηκαν στην περιοχή νότια του τεμένους, όπου το 2020 είχε εντοπιστεί ορθογώνια δεξαμενή, σε πολύ μικρή απόσταση δυτικά της μάντρας του βοσκού. Διαπιστώθηκε πως αυτή η δεξαμενή αποτελούσε τμήμα ενός οργανωμένου και εκτενούς συστήματος συλλογής και επεξεργασίας υδάτων. Η κεντρική δεξαμενή έχει εσωτερικές διαστάσεις 7,50 μ. x 5,50 μ. και σωζόμενο βάθος 3,80μ. Η κύρια περίοδος χρήσης της τοποθετείται στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο. Στην ύστερη αρχαιότητα και τους βυζαντινούς χρόνους έγιναν διάφορες μετασκευές και προσθήκες μικρών χώρων στο εσωτερικό της, οι οποίοι σώζονται έως σήμερα. Η τοιχοποιία της είναι ιδιαίτερα προσεγμένη και σώζει σε μεγάλες επιφάνειες την επένδυση από υδραυλικό κονίαμα. Επενδεδυμένος με κονίαμα ήταν και ο πυθμένας της.
Σε απόσταση περίπου ενός μέτρου νότια της μεγάλης δεξαμενής, αποκαλύφθηκε φέτος μια ακόμα ορθογώνια διμερής κατασκευή διαστάσεων 6μ x 4 μ. που διαχωρίζεται σε δύο επιμέρους ορθογώνιους χώρους που μπορούν να ερμηνευθούν ως προλάκκια, δηλαδή μικρές δεξαμενές φιλτραρίσματος. Το βόρειο προλάκκιο με βάθος 0,86 μ. είχε πυθμένα επενδεδυμένο με κονίαμα και στο νότιο τοίχο του υπήρχαν πέντε τριγωνικού σχήματος ανοίγματα, μέσω των οποίων διοχετευόταν το νερό από το όμορο νοτιότερο προλάκκιο. Στο εσωτερικό του τελευταίου εντοπίστηκαν αρκετοί κέραμοι, αλλά και θραύσματα πήλινου αγωγού. Στο νότιο προλάκκιο απολήγει λιθόκτιστος αγωγός μήκους 25 μ., διευθύνσεως Β-Ν, ο οποίος ακολουθεί την κατηφορική κλίση του εδάφους, με κλίση περίπου 10-11%. Ο πυθμένας του είναι εξολοκλήρου διαστρωμένος με μεγάλες σχιστολιθικές πλάκες. Τα τοιχώματά του φθάνουν σε ύψος περίπου 0,40 μ. και το πλάτος είναι 0,55μ. Στη νότια απόληξη του αγωγού βρέθηκαν στη αρχική θέση τους τέσσερεις από τις ογκώδεις λίθινες καλυπτήριες πλάκες. Ο κτιστός αγωγός ξεκινά από μία άλλη μεγάλη κτιστή δεξαμενή, σχεδόν κυκλικού σχήματος, διαμέτρου 11 μ. Τα τοιχώματά της σώζονται σε ύψος περίπου1.00μ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πώρινη κατασκευή που εντοπίστηκε στο μέσον της δεξαμένης, στο σημείο ένωσης με τον αγωγό, η οποία έφερε 4 οπές (διατεταγμένες σε δύο οριζόντιες σειρές), εκ των οποίων σώζονται οι δύο. Προορίζονταν για τον έλεγχο της ροής των υδάτων από τη δεξαμενή στον αγωγό. Αντιδιαμετρικά της κατασκευής, στη νότια πλευρά της κυκλικής δεξαμενής εντοπίστηκε μέγαλο άνοιγμα που οριζόταν από ψηλές, κάθετες σχιστόπλακες, οι οποίες πιθανότατα εξυπηρετούσαν την διοχέτευση του νερού από κάποια πηγή που θα υπήρχε σε ψηλότερο σημείο στους λόφους. Όλες οι δεξαμενές απέδωσαν ελάχιστα ευρήματα, κυρίως όστρακα άβαφων αγγείων που δεν διαφωτίζουν ιδιαίτερα την περίοδο κατασκευής και χρήσης τους. Αν και ανάλογα συστήματα δεξαμενών σπανίζουν κατά την Αρχαϊκή περίοδο στον ελλαδικό χώρο, κατασκευαστικά τόσο η μεγάλη δεξαμενή όσο και ο αγωγός ομοιάζουν πολύ με τα αρχαϊκά κτίρια του ιερού. Και εφόσον, η τεκμηριωμένη τοπογραφική εξέλιξη της εγκατάστασης στη θέση Μάντρα αλλά και τα ευρήματα τοποθετούν την περίοδο ακμής της στον 6ο και 5ο αι. π.Χ., ένα τόσο μεγάλο έργο συλλογής και διαχείρισης σε αυτή την περίοδο δεν εκπλήσσει, αφού η επισκεψιμότητα στο ιερό θα ήταν υψηλή και οι απαιτήσεις σε νερό μεγάλες (τροφοδοσία ιερού-επισκεπτών, καλλιέργειες, τροφοδοσία πλοίων).
Πλην της δεξαμενής, συνεχίστηκαν οι εργασίες στο Ανατολικό Συγκρότημα, όπου δόθηκε έμφαση στη διερεύνηση ενός ανοικτού χώρου με πλακόστρωτο δάπεδο. Νότια αυτού αποκαλύφθηκε ένας νέος χώρος με πλακόστρωτο που απέδωσε πλήθος γραπτής κεραμεικής κυρίως του 6ου αιώνα π.Χ. (σκύφοι, λύχνοι, λεκάνες κ.α.). Τέλος, η έρευνα επεκτάθηκε στο ανατολικότερο τμήμα της θέσης, όπου είχε αποκαλυφθεί το 2019 τμήμα ενός ισχυρού αναλήμματος. Αποκαλύφθηκε ένας ακόμη τοίχος, μήκους σχεδόν 14 μ., για την κατασκευή του οποίου έχουν χρησιμοποιηθεί αρχαϊκά αρχιτεκτονικά μέλη, όπως μαρμάρινη βάση αναθηματικού κίονα, αλλά και δύο τμήματα κάτω άκρων μαρμάρινων κούρων.
Η συστηματική ανασκαφή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, πραγματοποιήθηκε υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Γιάννου Κουράγιο και είχε διάρκεια 5 εβδομάδων (2/6-2/7/2021). Πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τις αρχαιολόγους Αλεξάνδρα Αλεξανδρίδου (Επικ. Καθηγ. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) και Ίλια Νταϊφά (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας) και τη συμμετοχή Αμερικάνων φοιτητών του κολλεγίου College Year in Athens (CYA), αλλά και προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Συγκεκριμένα, φέτος έγιναν οι εξής εργασίες: συμπλήρωση στο προστώο του ναού της αρχικής φάσης του στυλοβάτη, προσαρμογή παραστάδων των θυρών του ναού, συμπλήρωση του δυτικού τοίχου των δωματίων του ναού, τελικές επεξεργασίες των προσόψεων των δωματίων του ναού. Οι εργασίες πραγματοποιηθήκαν υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Γ. Ορεστίδη και τους μαρμαροτεχνίτες Β. Χατζή, Λ. Ιωάννου, Μ. Αρμάο, Γ. Κοντονικολάου, Γ. Σκαρή, Γ. Παλαμάρη.