Δραματική είναι η επίπτωση των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων στην Ελλάδα καθώς, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΟΔΥ, από το 2020 έως το 2022 έχει καταγραφεί αύξηση κατά 113% για τα κρούσματα σύφιλης και κατά 120% για τα κρούσματα γονόρροιας.
Παράλληλα ο ΕΟΔΥ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την ιλαρά και τη μηνιγγίτιδα. Στη χώρα μας, έχουν δηλωθεί από τις αρχές του χρόνου μέχρι σήμερα 8 επιβεβαιωμένα κρούσματα ιλαράς. Ο αριθμός κρουσμάτων ιλαράς είναι μικρός, αλλά η πιθανότητα εμφάνισης και άλλων κρουσμάτων κρίνεται υψηλή.
Σε ότι αφορά τη μηνιγγίτιδα, καταγράφεται αύξηση των περιστατικών μετά την πανδημία, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ.
Αναλυτικά, τα στοιχεία του ΕΟΔΥ καταγράφουν τα εξής:
Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα
Στη χώρα μας, όπως αποτυπώνεται από τις Ετήσιες Επιδημιολογικές Εκθέσεις του Τμήματος Σ3ξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων του ΕΟΔΥ, στο χρονικό διάστημα 2020 – 2022, έχει καταγραφεί αύξηση της τάξης του 113.36% για τα κρούσματα πρώιμης σύφιλης και της τάξης του 120.73% για τα κρούσματα γονόρροιας.
Συγκεκριμένα, το έτος 2022, καταγράφηκαν 8.26 νέες διαγνώσεις σύφιλης ανά 100.000 πληθυσμού και 3.45 νέες διαγνώσεις γονόρροιας ανά 100.000 πληθυσμού.
Όσον αφορά τη σύφιλη, το 93.04% των κρουσμάτων ήταν άνδρες, ηλικίας κυρίως μεταξύ 25 – 64 ετών και σε ποσοστό 72.16% ο τρόπος μετάδοσης αφορούσε σεξουαλικές επαφές ανδρών με άλλους άνδρες. Για την γονόρροια, το 95.86% των κρουσμάτων ήταν επίσης άνδρες, ηλικίας κυρίως μεταξύ 25 – 44 ετών, ενώ ο τρόπος μετάδοσης φαίνεται να μοιράστηκε ανάμεσα στις σεξουαλικές επαφές ανδρών με άλλους άνδρες (47.24%) και με γυναίκες (46.41%).
Ιλαρά
Στη χώρα μας, με βάση τα δεδομένα των συστημάτων επιτήρησης, έχουν δηλωθεί μέχρι σήμερα 8 επιβεβαιωμένα κρούσματα ιλαράς. Ο αριθμός κρουσμάτων ιλαράς είναι μικρός, αλλά η πιθανότητα εμφάνισης και άλλων κρουσμάτων κρίνεται υψηλή. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα οροεπιδημιολογικής μελέτης αποτύπωσης της ανοσίας έναντι της ιλαράς το διάστημα 2020-2021, εκτιμήθηκε ότι το 89.8% των συμμετεχόντων στη μελέτη είχαν αντισώματα έναντι της ιλαράς (προστασία από τη νόσο) είτε μέσω παρελθούσας νόσησης ή μέσω εμβολιασμού. Να σημειωθεί ότι η τελευταία επιδημία ιλαράς σημειώθηκε στην Ελλάδα, την περίοδο 2017-2018 με περισσότερα από 3.200 κρούσματα και 4 θανάτους.
Με αφορμή την έξαρση κρουσμάτων ιλαράς σε Ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και την εμφάνιση κρουσμάτων ιλαράς στη χώρα μας, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών συστήνει τον άμεσο εμβολιασμό με το εμβόλιο ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (MMR) των παιδιών, των εφήβων και των ενηλίκων που δεν έχουν εμβολιαστεί με τις απαραίτητες δόσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα εμβολιασμών παιδιών και εφήβων, συστήνονται 2 δόσεις του εμβολίου MMR, με τη 2η δόση να χορηγείται σε ηλικία 24–36 μηνών (μπορεί όμως να χορηγηθεί και νωρίτερα, αρκεί να έχουν περάσει 4 εβδομάδες μετά από την πρώτη δόση). Και οι δύο δόσεις εμβολίου πρέπει να χορηγούνται μετά από τον 12ο μήνα ζωής. Παιδιά και έφηβοι που δεν έχουν εμβολιασθεί με τη 2η δόση πρέπει να την αναπληρώσουν το ταχύτερο δυνατόν. Αναφορικά με τους ενήλικες, τονίζεται ότι σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα εμβολιασμών ενηλίκων, τα άτομα που γεννήθηκαν πριν το 1970 θεωρούνται άνοσα. Όσοι έχουν γεννηθεί μετά το 1970, θα πρέπει να έχουν εμβολιασθεί με δύο (2) δόσεις MMR, με μεσοδιάστημα τουλάχιστον 4 εβδομάδων μεταξύ των δόσεων. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ιστορικό νόσησης ή το ιστορικό εμβολιασμού είναι άγνωστο, το άτομο θεωρείται μη εμβολιασμένο και συστήνεται η χορήγηση δυο δόσεων εμβολίου με ελάχιστο μεσοδιάστημα 4 εβδομάδων. Γι’αυτό και ο έλεγχος των βιβλιαρίων υγείας παιδιών, εφήβων και ενηλίκων και η συμπλήρωση του εμβολιασμού στα άτομα που δεν είναι επαρκώς εμβολιασμένα καθώς και στα άτομα σε ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο, είναι εξαιρετικής σημασίας.
Μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος στην Ελλάδα: Επισκόπηση 2004-2023
Κατά τη χρονική περίοδο 2004-2023 δηλώθηκαν στον ΕΟΔΥ συνολικά 1.133 κρούσματα μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου. Η επίπτωση του νοσήματος παρουσίασε σημαντική πτωτική πορεία από το 2013 έως το 2022. Ειδικά την περίοδο της πανδημίας COVID-19, η επίπτωση της νόσου έφτασε στα χαμηλότερά της επίπεδα και αυτό αποδόθηκε στην εφαρμογή περιοριστικών μέτρων (κοινωνική αποστασιοποίηση, χρήση μάσκας, κλείσιμο σχολείων). Το έτος 2023 η επίπτωση της νόσου αυξήθηκε φτάνοντας σε προπανδημικά επίπεδα. Το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών, ακολουθούμενη από τις ηλικιακές ομάδες 5-14 ετών και 15-24 ετών. Στις ηλικιακές ομάδες άνω των 25 ετών η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου είναι ιδιαίτερα μικρή. Στη χώρα μας, το 77,1% των περιπτώσεων μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου, όπου έγινε προσδιορισμός της οροομάδας, οφείλεται στην οροομάδα Β, ενώ 2η σε συχνότητα είναι η οροομάδα C.
ΠΗΓΗ:Αθήνα984