Στην επισήμανση ότι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες δεν καλύπτονται από εργοδοτικές οργανώσεις δεν είναι υποχρεωμένες να καταβάλλουν το επίδομα γάμου (10% επί του μισθού), προέβη το υπουργείο Εργασίας, απαντώντας σε ερώτηση που κατατέθηκε στη Βουλή από το βουλευτή της «Ελληνικής Λύσης» Βασίλειο Βιλιάρδο.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδία Συλλόγων Εργαζομένων στις Υπηρεσίες και το Εμπόριο (ΟΣΕΥΠΕ), το επίδομα γάμου, παραμένει “παγωμένο” για 300.000 εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, εκ των οποίων, οι 130.000 δεν λάμβαναν και εξακολουθούν να μην το λαμβάνουν, καθ’ όλη την περίοδο 2012-2024, διότι η πλειοψηφία των μεγάλων εμπορικών αλυσίδων πολυκαταστημάτων, εμπορικών κέντρων, σούπερ μάρκετ και εταιρειών παροχής υπηρεσιών, με πρόφαση τη μη συμμετοχή τους στους εργοδοτικούς φορείς που θεσμικά δεσμεύονται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΒΕ), αποφεύγουν την υποχρέωση καταβολής του. Γεγονός, το οποίο -σύμφωνα με τους συνδικαλιστές -δημιουργεί, όχι μόνο μισθολογικές ανισότητες μεταξύ εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και δικαιούχων του επιδόματος γάμου που παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες, αλλά και συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ ομοειδών επιχειρήσεων.
Με αυτά τα δεδομένα, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας στην ερώτηση αν προτίθεται να αναλάβει πολιτική πρωτοβουλία, προκειμένου να θεσμοθετηθεί η υποχρεωτική συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των εργοδοτικών φορέων στο πλαίσιο της Εθνικής Σύμβασης Εργασίας, ώστε να εδραιωθεί οριζόντια η υποχρέωση καταβολής επιδόματος γάμου, απάντησε ότι “η Εθνική Σύμβαση ρυθμίζει βασικούς μισθούς, ημερομίσθια ή κάθε είδους μισθολογικούς όρους, οι μισθολογικοί όμως αυτοί όροι δεν αποτελούν τα κατώτατα όρια μισθών, ημερομισθίων που ισχύουν για τους εργαζομένους όλης της χώρας, αλλά δεσμεύουν μόνο τους εργαζομένους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων’.
Το Υπουργείο καταλήγει αναφέροντας ότι «ο διάλογος μεταξύ των κοινωνικών εταίρων θα πρέπει να αποτελέσει θεμελιώδη παράγοντα της κοινωνικής συνοχής στη χάραξη και την εξειδίκευση της πολιτικής εργασιακών σχέσεων και να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η ενθάρρυνση και η ενίσχυση της αποτελεσματικής άσκησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων με την αποκατάσταση της διαπραγματευτικής ισορροπίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, είναι απαραίτητη ώστε τα μέρη να αναζητήσουν και να βρίσκουν νέα σημεία σύγκλισης, στα πλαίσια του καλόπιστου διαλόγου».
ΠΗΓΗ:Αθήνα984