Στην επικαιροποίηση του Χάρτη Ζωνών Σεισμικής Επικινδυνότητας της χώρας προχωρά το προσεχές διάστημα ο ΟΑΣΠ σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Στόχος είναι να παραχθούν ακριβέστερα στοιχεία, τα οποία είναι απολύτως απαραίτητα τόσο εξαιτίας της διακοπής της πολυετούς σεισμικής άπνοιας στη χώρα μας, όσο και προκειμένου να συμβάλλουν στο πλαίσιο του προσεισμικού ελέγχου των σχολείων, αλλά και των λοιπών κτιρίων ο οποίος βρίσκεται σε εξέλιξη.
Παράλληλα στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε από το υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας τη Δευτέρα στη Βουλή, προβλέπεται η επέκταση των προσεισμικών ελέγχων ώστε να συμπεριλάβουν και τις αθλητικές εγκαταστάσεις, καθώς οι έλεγχοι σήμερα περιορίζονται μόνο στα κτίρια.
Βάσει των στοιχείων που κατέθεσε στη Βουλή ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης, Γιάννης Κεφαλογιάννης, συνολικά 40.000 δημόσια και κοινωφελούς χρήσης κτίρια έχουν καταγραφεί στην πλατφόρμα του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), στο πλαίσιο του προγράμματος προσεισμικού ελέγχου.
Από αυτά, τα 18.000 αφορούν σχολικές μονάδες, πολλές από τις οποίες περιλαμβάνουν περισσότερα του ενός κτίρια.
Σε περίπου δύο στα δέκα κρίθηκε απαραίτητος ο δευτεροβάθμιος έλεγχος, χωρίς αυτό να σημαίνει όπως διευκρίνισε ο υπουργός ότι είναι επικίνδυνα από στατικής άποψης.
Αναλυτικά, στην πρώτη φάση της απογραφής, που ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2024, καταχωρήθηκαν 15.346 εγγραφές για σχολικά κτίρια πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Από αυτές, 10.401 κρίθηκαν επιλέξιμες για πρωτοβάθμιο προσεισμικό έλεγχο.
Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ), που έχει αναλάβει την υλοποίηση του προγράμματος, έχει ήδη αναθέσει ελέγχους στο 85% αυτών των κτιρίων, με το 83% των ανατεθειμένων ελέγχων να έχει ολοκληρωθεί – δηλαδή στο 70% του συνολικού στόχου.
Τα έως τώρα αποτελέσματα δείχνουν ότι το 21% των σχολικών κτιρίων κατατάσσεται στην Κατηγορία Α, η οποία σηματοδοτεί την ανάγκη για περαιτέρω δευτεροβάθμιο έλεγχο, χωρίς ωστόσο αυτό να συνεπάγεται στατικά προβλήματα.
Άμεσες εργασίες συντήρησης κρίθηκε ότι απαιτεί το 0,8% των ελεγμένων στατικώς ανεξάρτητων σχολικών κτιρίων.
Η δεύτερη φάση απογραφής άνοιξε εκ νέου την πλατφόρμα του ΟΑΣΠ μεταξύ Δεκεμβρίου 2024 και Φεβρουαρίου 2025, μετά από αιτήματα των φορέων. Σε αυτήν καταγράφηκαν επιπλέον 2.252 σχολικές μονάδες, για τις οποίες οι διαδικασίες ελέγχου βρίσκονται σε εξέλιξη.
Υπενθυμίζεται ότι το πρόγραμμα χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης με το ποσό των 32.492.000 ευρώ και καλύπτει τον πρωτοβάθμιο προσεισμικό έλεγχο, ο οποίος λειτουργεί προληπτικά, εντοπίζοντας τη σεισμική διακινδύνευση των κτιρίων που φιλοξενούν κρίσιμες λειτουργίες – όπως σχολεία, νοσοκομεία, δημόσιες υπηρεσίες και κοινωνικές δομές.
Σύμφωνα με τον κ. Κεφαλογιάννη, για πρώτη φορά γίνεται τόσο συστηματικός και εκτεταμένος έλεγχος σε δημόσια κτίρια. Ο ίδιος διευκρίνισε, πάντως, πως το πρόγραμμα αυτό δεν υποκαθιστά τη διαρκή ευθύνη των αρμόδιων φορέων για τη συντήρηση των κτιρίων, ούτε τις έκτακτες χρηματοδοτήσεις που προβλέπονται σε περιπτώσεις σεισμικών ζημιών.
Οι προσεισμικοί έλεγχοι, οι οποίοι ταξινομούν τα κτίρια σε τρεις κατηγορίες (Α, Β και Γ), βασίζονται σε επιστημονικά κριτήρια που συνυπολογίζουν τη σεισμικότητα της περιοχής, τη δομική τρωτότητα και το επίπεδο διακινδύνευσης ανθρώπινου δυναμικού. Το να ενταχθεί ένα κτίριο στην Κατηγορία Α δεν σημαίνει αυτόματα ότι έχει στατικό πρόβλημα, αλλά ότι προέχει να εξεταστεί περαιτέρω μέσω δευτεροβάθμιου ελέγχου.
Το πρόγραμμα εφαρμόζεται όχι μόνο σε σχολεία, αλλά και σε άλλες κρίσιμες δημόσιες υποδομές, όπως νοσοκομεία, αστυνομικά τμήματα, πυροσβεστικές υπηρεσίες και δομές πρόνοιας, με στόχο να γίνει εργαλείο μόνιμου χαρακτήρα για την αντισεισμική θωράκιση της χώρας.
Αντισεισμική θωράκιση και κτιριακό απόθεμα στη χώρα
Αξίζει να τονιστεί ότι η Ελλάδα απέκτησε τον πρώτο της αντισεισμικό κανονισμό το 1959. Ο κανονισμός αυτός αναθεωρήθηκε το 1984, ενώ από το 2000 και με εφαρμογή από το 2001, ενσωματώθηκαν οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί και τα σύγχρονα πρότυπα, θέτοντας νέες βάσεις για την αντισεισμική προστασία.
Ωστόσο, μεγάλο μέρος του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος έχει ανεγερθεί πριν την καθιέρωση αυτών των αυστηρότερων προδιαγραφών. Ειδικότερα, μέχρι το 1960 είχαν κατασκευαστεί περίπου 1,5 εκατομμύριο κτίρια, δηλαδή το 25% του συνολικού αποθέματος της χώρας.
Από το 1960 έως το 1985 προστέθηκαν ακόμα 1.746.000 κτίρια, που αντιστοιχούν στο 42,5%. Στη συνέχεια, την περίοδο 1986 έως 2000 κατασκευάστηκαν 831.000 κτίρια (20%), ενώ από το 2001 έως το 2011 προστέθηκαν ακόμη 476.000 κτίρια, καλύπτοντας το 11,6% του συνολικού αποθέματος.
Παρά το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται σε μία από τις πιο σεισμογενείς περιοχές της Ευρώπης, μέχρι πρόσφατα δεν είχε υπάρξει ένας συνολικός και ουσιαστικός προσεισμικός έλεγχος στο δημόσιο κτιριακό απόθεμα.
Οι έλεγχοι περιορίζονταν κυρίως σε σχολικές μονάδες που είχαν ανεγερθεί πριν το 1953 και βρίσκονται σε περιοχές υψηλής σεισμικής επικινδυνότητας, όπως η Κεφαλονιά, η Ζάκυνθος, η Λευκάδα, η Αιτωλοακαρνανία, κλπ. ενώ είχαν ελεγχθεί και ορισμένα σχολεία που χτίστηκαν πριν το 1985 στη Σάμος, τη Λέσβο και τη Χίος.
Σε ό,τι αφορά το χρονικό διάστημα κατασκευής των σχολείων της χώρας:
- Το 28% χρονολογείται πριν το 1959,
- Το 33% μεταξύ 1955 και 1984,
- Το 19% μεταξύ 1985 και 1994,
- Το 12% μεταξύ 1995 και 2000,
- Το 6% μετά το 2000,
- Και για το 2% δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το έτος κατασκευής.
Αντίστοιχη εικόνα καταγράφεται και για τα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας. Το 20% αυτών ανεγέρθηκε πριν το 1959, το 47% μεταξύ 1959 και 1984, το 21% μεταξύ 1985 και 1994, το 6% μεταξύ 1995 και 2000, ενώ μόλις το 5% κατασκευάστηκε μετά το 2000. Για το 1% των νοσηλευτηρίων, δεν είναι γνωστό το έτος κατασκευής.
πηγή: ethnos.gr