Στην 6η κατά σειρά μείωση από τον περασμένο Ιούνιο των τριών βασικών της επιτοκίων κατά 0,25% προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), διαμορφώνοντας το βασικό επιτόκιο καταθέσεων με το οποίο δανείζει τις εμπορικές τράπεζες στο 2,5% από 2,75% που ήταν έως πριν από λίγες ημέρες και από το 4% που είχε φτάσει τον περασμένο Ιούνιο.
Η μείωση αυτή συμπαρασύρει και διαμορφώνει και το Euribor τριμήνου που αποτελεί τον δείκτη αναφοράς με βάση τον οποίο οι εμπορικές τράπεζες αυξάνουν η μειώνουν τα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων των πελατών τους.
Άρα η νέα μείωση του επιτοκίου από την ΕΚΤ θα οδηγήσει σε νέα μικρή μείωση σχετικά των δόσεων των υφιστάμενων αλλά και των νέων στεγαστικών δανείων και γενικότερα των κάθε είδους δανείων(δηλαδή επιχειρηματικών, επαγγελματικών, καταναλωτικών). Ήδη από την προηγούμενη μείωση του βασικού της επιτοκίου καταθέσεων της Ε.Κ.Τ. κατά 0,25% οι περισσότερες συστημικές τράπεζες στη χώρα μας αλλά και οι servicers άρχισαν να μειώνουν τις δόσεις πληρωμής για τα ενήμερα και κυμαινόμενα στεγαστικά δάνεια που είχαν συναφθεί με τις τράπεζες έως στα τέλη του 2022 (περίπου 440.000 δάνεια) και τα οποία είχαν προστατευτεί από τις αυξήσεις των επιτοκίων της Ε.Κ.Τ. με τη θέσπιση πλαφόν στα επιτόκια τους σε ποσοστά 2,70%-2,80%.
Από την άλλη όμως οι καταθέτες θα δουν χειρότερες ημέρες καθώς τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου η των προθεσμιακών που ήδη στη χώρα μας σε σχέση με άλλες Ευρωπαικές χώρες βρίσκονται σε πολύ χαμηλό μέσο επίπεδο της τάξης π.χ. του 0,03% για τα επιτόκια ταμιευτηρίου, να μειωθούν ακόμη περισσότερο.
Αποτέλεσμα οι καταθέτες να στρέφονται σε νέα τραπεζικά προϊόντα, όπως τα εξάμηνα ομόλογα του Δημοσίου που προσφέρουν σχετικά υψηλό τόκο η τα αμοιβαία κεφάλαια που ωστόσο περιέχουν κάποιο ρίσκο, έτσι ώστε τα κέρδη τους να υπερβαίνουν τον τρέχοντα πληθωρισμό.
Όσον αφορά τις καταθέσεις, τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος του περασμένου Ιανουαρίου (σύντομα θα ανακοινωθούν ακόμη δυσμενέστερα για καταθέτες) δείχνουν τα εξής:
Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων παρέμεινε αμετάβλητο στο 0,45%.
Τα μέσα επιτόκια των καταθέσεων μιας ημέρας από νοικοκυριά και από επιχειρήσεις παρέμειναν αμετάβλητα στο 0,03% και 0,16% αντίστοιχα.
Το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως 1 έτος από νοικοκυριά παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 1,64%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των καταθέσεων από επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 24 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 2,32%.
Η ΕΚΤ με τη νέα μείωση του βασικού της επιτοκίου, έστειλε ωστόσο σήμα ότι o κύκλος μείωσης των επιτοκίων πιθανόν να πλησιάζει προς το τέλος, σημειώνοντας πως με τις σημερινές συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας δεν δεσμεύεται για συγκεκριμένη πορεία επιπλέον μείωσης των βασικών της επιτοκίων και ότι οι όποιες αποφάσεις για νέες μειώσεις θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση με γνώμονα τα εκάστοτε διαθέσιμα στοιχεία εξέλιξης του πληθωρισμού κοινώς της ακρίβειας σε αγαθά και υπηρεσίες. Άλλωστε μοναδικός παράγοντας για τη μείωση όπως και για την αύξηση του βασικού της επιτοκίου καταθέσεων τα δύο τελευταία χρόνια ήταν τι άλλο η αύξηση του πληθωρισμού επιδιώκοντας μέσω της αύξησης του βασικού της επιτοκίου καταθέσεων (με το οποίο,να το αναφέρουμε, δανείζει τις εμπορικές τράπεζες) να γίνει ακριβότερο το χρήμα στην αγορά ,ώστε να περιοριστεί η ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών και κατά συνέπεια να πέσει η να συγκρατηθεί τουλάχιστον στο 2% ο πληθωρισμός.
Για την εξέλιξη του πληθωρισμού η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ σημείωσε πως η διαδικασία μείωσής του βρίσκεται σε καλό επίπεδο και ότι θα σταθεροποιηθεί σταδιακά στον στόχο του 2%, αλλά απέφυγε να πει ότι αυτό θα συμβεί φέτος, με τις προβλέψεις της να αναθεωρούνται ελαφρά προς τα πάνω και συγκεκριμένα για πληθωρισμό στο 2,3% το 2025 , λόγω της μεγαλύτερης αύξησης των τιμών ενέργειας,προβλέποντας περαιτέρω μείωσή του το 2026 και 2027.
Από την άλλη απαισιόδοξες είναι οι προβλέψεις για την ανάπτυξη, η οποία αναμένεται σε μόλις 0,9% το 2025 λόγω χαμηλότερων εξαγωγών και συνεχιζόμενης υποτονικότητας των επενδύσεων.
ΑΘΗΝΑ 984