Το συνειρμικό, αινιγματικό και νεωτερικό σύμπαν του σπουδαίου λογοτέχνη και εικαστικού Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, ζωντανεύει, η νέα σύγχρονη όπερα, το έργο «Ο πεθαμένος και η ανάσταση» θα παρουσιαστεί σε πανελλήνια πρώτη στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος από τις 14 έως και τις 23 Μαρτίου 2025. Το λιμπρέτο , που έγραψε, μετά από ανάθεση, ο Νικόλας Τζώρτζης, είναι βασισμένο στο ομώνυμο πεζογράφημα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, που αποτελεί έργο-σταθμό για την ελληνική λογοτεχνία, ενώ τη σκηνοθεσία υπογράφει η Αναστασίας Κουμίδου.
Μια ιδεατή συμφιλίωση του θανάτου με τη ζωή, το πεζογράφημα Ο πεθαμένος και η ανάσταση μιλάει για έναν συγγραφέα που ετοιμάζεται να γράψει ένα βιβλίο για έναν νέο που αγωνιά, ερωτεύεται, απελπίζεται, αυτοκτονεί και τελικά ανασταίνεται. Το κείμενο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη καταπιάνεται με τον έρωτα, την απογοήτευση, τη θρησκευτικότητα, την αναζήτηση του εαυτού, καθώς και την πορεία προς την καλλιτεχνική δημιουργία, μέσα από τη σχέση του παλιού με το νέο.
Διαφυλάσσοντας τη λογική του εσωτερικού μονολόγου, η όπερα οδηγεί τη γλώσσα του μουσικού θεάτρου στα όριά της και τολμά να επεκταθεί σε ανεξερεύνητα πεδία μέσα από την εξαιρετικά απαιτητική μουσική γραφή του Νικόλα Τζώρτζη, η οποία προϋποθέτει ιδιαίτερη δεξιοτεχνία από τους ερμηνευτές. Το πρωτοποριακό αυτό έργο λειτουργεί σαν μια διαδρομή χωρίς αφετηρία ή σαφή προορισμό. Μια περιπλάνηση μέσα σε έναν λαβύρινθο συνειρμών, όπου ο θεατής καλείται να χαράξει τον δικό του δρόμο.
Ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος, ποιητής και αυτοδίδακτος ζωγράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993) υπήρξε μια από τις πιο πολυσχιδείς και καινοτόμες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο του διακρίνεται για τον μοναδικό συγκερασμό της νεωτερικής γραφής με αυτοβιογραφικά στοιχεία, ενώ παράλληλα αντλεί βαθιά πνευματικότητα από τη βυζαντινή γραμματεία.
Το πεζογράφημά του «Ο πεθαμένος και η ανάσταση», που γράφτηκε το 1938 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1944, αποτελεί ορόσημο στην εξέλιξη της ελληνικής πεζογραφίας. Στο συγκεκριμένο έργο, ο εσωτερικός μονόλογος, ο οποίος είχε ήδη εισαχθεί στην ελληνική λογοτεχνία από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, αποκτά στην περίπτωση του Πεντζίκη μια ιδιαίτερη, διαφοροποιημένη και πιο εξελιγμένη μορφή, επιβεβαιώνοντας τη μοναδική του συμβολή στη διαμόρφωση ενός νέου αφηγηματικού ύφους.
Για πρώτη φορά, ένα έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη εισέρχεται στον κόσμο του λυρικού θεάτρου, με το πεζογράφημα Ο πεθαμένος και η ανάσταση να μετατρέπεται σε σύγχρονη όπερα μέσα από τις εξάρσεις και τις εντυπώσεις που συναντά στην πορεία του ο Νέος, ήρωας τόσο του έργου του Πεντζίκη όσο και της όπερας. Η σκέψη του συγγραφέα απλώνεται, είναι ένα διαρκώς εκεί-και-τότε-και-πάντοτε που καταλαμβάνει το μουσικό έργο, δημιουργώντας ένα δίγλωσσο λεκτικό γεωγραφικό τοπίο, με τους μουσικούς του ενόργανου συνόλου να συμμετέχουν ενεργά στην αφήγηση.
Ο Νικόλας Τζώρτζης, που υπογράφει τη μουσική και το λιμπρέτο της νέας όπερας, σημειώνει: «Ήθελα οι καταστάσεις να διαδέχονται η μια την άλλη με τρόπο “μαγικό”, να μην είναι ποτέ απόλυτα σαφές το πέρασμα. Όπως στο βιβλίο το ίδιο, ένιωθα πως δεν υπήρχαν τομές, γιατί κι αυτές ακόμα που υπήρχαν αναφέρονταν σε ένα επίπεδο της αφήγησης, της δράσης, ενώ τα υπόλοιπα επίπεδα συνέχιζαν ανεπηρέαστα. Σαν σημείο αναφοράς για μένα λειτούργησε η ταινία Birdman ή (Η απρόσμενη αρετή της αφέλειας) του Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιάρριτου, με τον τρόπο που δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως είναι γυρισμένη όλη χωρίς μοντάζ, σαν ένα συνεχές πλάνο από μια κάμερα που ίπταται. Αυτή η αίσθηση της συνέχειας ήταν για μένα ένα από τα πρωταρχικά ζητούμενα. Εν συνεχεία προσπάθησα να βρω τις “σκηνές” του έργου, να δημιουργήσω την αφηγηματική κλωστή πάνω στην οποία θα βασιζόμουν για τη δόμηση της μουσικής, κάτι που αποτέλεσε και οδηγό για τη συγγραφή του λιμπρέτου. Όσο πέρναγε ο καιρός, τόσο σαφέστερη γινόταν η όπερα που έκρυβε μέσα του το κείμενο: η ερωτική άρια, η άρια της απελπισίας του πρωταγωνιστή, το ντουέτο γυναίκα – άνδρας, το lamento της μάνας, το ρετσιτατίβο του αφηγητή, όλα στοιχεία που συναντάμε στις παραδοσιακές όπερες, παρά την αποσπασματική και αποστασιοποιημένη (ενίοτε και ακυρωτική) αφήγηση του Πεντζίκη».
Δώδεκα σκηνές σε μία σκηνή
Μια λούπα λέξεων, ήχων, αφηγήσεων, ηχητικών ξεσπασμάτων και αδιόρατων μελωδιών συνθέτουν τον καμβά της όπερας Ο πεθαμένος και η ανάσταση, μέσα από δώδεκα σκηνές. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε η Αναστασία Κουμίδου στην πρώτη της αναμέτρηση με σύγχρονο οπερατικό έργο: «Στη συνεργασία μου αυτή με την Εναλλακτική Σκηνή, ο χρόνος ανακυκλώθηκε καθώς διαπίστωσα ότι οι περισσότεροι συνεργάτες είναι Θεσσαλονικείς. Όταν μου έγινε η πρόταση να σκηνοθετήσω την όπερα του Νικόλα Τζώρτζη Ο πεθαμένος και η ανάσταση, ενώθηκε το έρμα, ένας αδιόρατος ομφάλιος λώρος με την προσωπική μου διαδρομή, το έργο του συγγραφέα και τη γενέτειρά μου. Η πολύμηνη επεξεργασία της σκηνοθετικής σύλληψης πήρε σάρκα και οστά μέσα από μια αδιάλειπτη συνεργασία με τον συνθέτη Νικόλα Τζώρτζη και τους υπέροχους συνεργάτες αυτής της πρωτότυπης όπερας, μια δημιουργική διαδικασία αλληλεπίδρασης και ώσμωσης. Δημιουργήθηκε ένα σκηνοθετικό hypertext, ένας εικαστικός και υποκριτικός γεωγραφικός τόπος και χρόνος που κινείται παράλληλα, μέσα από αντανακλάσεις, διαθλάσεις, με προβεβλημένο το στοιχείο της αφήγησης καθώς αυτό εμπλέκεται στη μουσική και λειτουργεί ζωτικά, ενεργά, άλλοτε έντονα συγκρουσιακά και άλλοτε υποδόρια», υπογραμμίζει η σκηνοθέτρια.
Η μουσική διεύθυνση είναι του Κορνήλιου Σελαμσή, το σκηνικό, τα κοστούμια και τον σχεδιασμό του βίντεο υπογράφει ο Γιάννης Κατρανίτσας, ενώ τον σχεδιασμό φωτισμών ο Νίκος Σωτηρόπουλος.
Τους απαιτητικούς ρόλους του έργου ερμηνεύουν οι Νίκη Λαδά (υψίφωνος), Νίκος Κύρτσος (βαρύτονος) και Αναστάσης Ροϊλός (ηθοποιός) ενώ συμμετέχει και εξαμελές μουσικό σύνολο σύγχρονης μουσικης μουσική στο οποίο συμμετέχουν οι Βενσάν Νταούντ (σαξόφωνο), Αλεξαντρά Γκρεφέν-Κλεν (βιολί, βιόλα), Φρεντερίκ Μπαλντασσάρε (βιολοντσέλο, βιόλα ντα γκάμπα), Θοδωρής Βαζάκας (κρουστά), Στέφανος Θωμόπουλος (πιάνο) και Αγγελίνα Τκάτσεβα (τσίμπαλουμ).