Η νέα Εθνική Πινακοθήκη, αν και πανέτοιμη, θα περιμένει να υποδεχθεί στις αίθουσες της, όλους τους πολίτες, ξένους επισκέπτες και φιλότεχνους, όταν τα επιδημιολογικά δεδομένα επιτρέψουν να ανοίξουν τα μουσεία στη χώρα μας.
Οπως δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, «Η Εθνική Πινακοθήκη, ένα τέτοιο λαμπρό μουσείο, που με τη ομορφιά του, κάνει καλύτερη την καθημερινότητά μας, που οι υπέροχες συλλογές του αποδεικνύουν ότι η ελληνική ζωγραφική στον 19ο αιώνα, παρακολουθούσε τα κινήματα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, διαπνεόμενη από την μακραίωνη ελληνική ζωγραφική παράδοση, πρέπει να ανοίξει τις πύλες, ολόφωτη, κατάμεστη από πλήθος ανθρώπων στους ορόφους της.
Εξω από τη νέα εμβληματική Πινακοθήκη, που βάζει την Αθήνα στον κύκλο των μεγάλων μουσείων των ευρωπαϊκών πρωτευουσών, είμαι βέβαιη ότι θα δούμε να σχηματίζονται ουρές, όπου υπομονετικά οι πολίτες θα περιμένουν να γνωρίσουν το έργο που, συνολικά, αντανακλά την σύγχρονη Ελλάδα της δημιουργίας, της ανάπτυξης και της εξωστρέφειας».
Τον δεύτερο όροφο δεν υπάρχει χρόνος για να επισκεφθούν, την Τετάρτη, οι επίσημοι προσκεκλημένοι, παραμονή της εθνικής επετείου. Ωστόσο σήμερα, δίνεται στη δημοσιότητα, ένα έργο που αν και είναι η προσωπική μυθολογία, σε μνημειακή κλίμακα του Φωτάκη Κόντογλου αποτελεί το απαύγασμα της νεοελληνικής τέχνης του ´30, ζυμωμένο με τα οράματα της Αιολικής γης, το Αϊβαλί, όπου είδε ο ζωγράφος το φως του ήλιου. Στην εικονογράφηση, που ιστόρησε ο Κόντογλου (1932), ο επισκέπτης, είτε τέταρτης γενιάς πρόσφυγας, είτε όχι, θα νιώσει το δέος της μνήμης και των οραμάτων της μικρασιατικής γης. Είναι οι δύο τοίχοι δωματίου, από το σπίτι του, στην συνοικία Κυπριάδου, «που πουλήθηκε, όπως έλεγε ο στενός φίλος του, Αϊβαλιώτης κι αυτός, ο μεγάλος κεραμοπλάστης Πάνος Βαλσαμάκης, για λίγες οκάδες λάδι και αλεύρι, στην κατοχή. Ο νέος ιδιοκτήτης του σπιτιού, τις ασβέστωσε».
Το 1977-78, οι τοιχογραφίες καθαρίστηκαν και σήμερα στήθηκαν στο νέο χώρο τους. Η μεγάλη σύνθεση που απαρτίζεται από πορτραίτα της οικογένειας Κόντογλου, από μορφές Αγίων και Μαρτύρων, από φανταστικές συνθέσεις, με την τεχνική της μεταβυζαντινής ζωγραφικής, είναι τα «εικονίσματα» που έκρυψαν στην ψυχή τους οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, αφήνοντας πίσω τους, τις ρίζες και το βιος τους.