Στις 26 Σεπτεμβρίου του 2000, συντελέστηκε μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στα ελληνικά χρονικά. Το ναυάγιο του «Εξπρές Σαμίνα» που άφησε 81 νεκρούς.
Από τον Πειραιά Full Ahead στο θάνατο
Το «Εξπρές Σαμίνα», έχοντας στα σαλόνια του 472 επιβάτες και στα ντεκ, στις μηχανές και στη γέφυρα 61 μέλη του πληρώματος είχε αφήσει το λιμάνι του Πειραιά και πλησίαζε στην Πάρο. Τα ρολόγια έδειχναν 10:12.
Τα φώτα της Παροικιάς φαίνονταν καθαρά. Άλλωστε δυο μίλια έξω από το λιμάνι τι είναι; Έτσι να κάνεις, με δυο απλωτές έφτασες. Πού λέει ο λόγος… Εκεί λοιπόν, έξω από το λιμάνι της Παροικιάς είναι δυο βράχοι, Πόρτες τις λένε οι ντόπιοι, Βραχονησίδες Πόρτες της γράφουν και οι χάρτες οι ναυτικοί. Εκεί στις Πόρτες μπροστά, είχε καθίσει η μοίρα και περίμενε…
Το πλοίο με σχεδόν τη μέγιστη ταχύτητα – Full Ahead που λένε οι ναυτικοί – ( με 18 κόμβους: περίπου 35 χιλιόμετρα την ώρα) έπεσε πάνω στις Πόρτες! Το αποτέλεσμα αναμενόμενο: ρήγμα στα δεξιά ύφαλα μήκους περίπου τριών μέτρων, στη βάση του δεξιού πτερυγίου ευστάθειας.
Το νερό χύθηκε με ορμή στα σπλάχνα του καραβιού! Το μηχανοστάσιο πλημμύρισε αμέσως. Οι ηλεκτρομηχανές έσβησαν και το σκοτάδι τύλιξε τον τόπο, έτσι για να μην φαίνεται ο θάνατος που ερχόταν… Το πλοίο γρήγορα πήρε επικίνδυνη κλίση δεξιά. Και δεν πέρασε ούτε μισή ώρα για να παραδοθεί το «Σαμίνα» στο βυθό κάτω από τις Πόρτες!
«Δεν άκουγες τα κύματα που μάνιαζαν. Τα σκέπαζαν οι κραυγές αγωνίας των ανθρώπων», θα πουν αργότερα οι ψαράδες της Πάρου που έφτασαν πρώτοι στο ναυάγιο. Πολλοί από τους επιβάτες βούτηξαν στη θάλασσα πριν βυθιστεί το πλοίο.
Άλλοι κρέμονταν από τα ρέλια. Κι άλλοι είχαν μπει στις σωσίβιες λέμβους και προσεύχονταν. Το πλήρωμα δεν είχε ενημερώσει κανέναν. Τα μεγάφωνα δεν λειτούργησαν, δεν ακούστηκε σειρήνα συναγερμού. Τόσα πολλά «δεν» μέσα σε λίγα λεπτά φτάνουν για να φέρουν τη συμφορά!
«Δεν ενέπνεε ανησυχία»…
Στο θάλαμο επιχειρήσεων του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας είχαν πειστεί ότι ήταν απλό το περιστατικό: «Δεν ενέπνεε ανησυχία». Από τα κινητά τηλέφωνα που ξεχείλιζαν κραυγή αγωνίας και απόγνωσης όμως ακούγονταν άλλα…
Πέρασε ώρα αρκετή μέχρι το Λιμεναρχείο Πάρου να δώσει διαταγή να σπεύσουν τα παραπλέοντα σκάφη στην περιοχή. Οι πρώτοι που οσμίστηκαν το «κακό» ήταν οι ψαράδες της Προικιάς. Μπήκαν στα καΐκια τους και έβαλαν πλώρη για τις Πόρτες.
Ο Λαμιώτης Βασίλης Ραχούτης, μαζί με άλλους 19 στρατιώτες ταξίδευαν για τη Νάξο· ήταν από τους πρώτους που βούτηξε στα νερά και πάλεψε να σώσει ανθρώπους που χάνονταν στη θάλασσα. Ανέβασε πρώτα τη μάνα σε μια βάρκα και γύρισε για το μωρό της. Δεν τα κατάφερε. Κάπου χτύπησε, κάτι τον χτύπησε… Λίγες ώρες μετά το όνομά του ακουγόταν στη λίστα με τους νεκρούς! Οι στρατιώτες βοήθησαν κόσμο πολύ.
Οι ψαράδες έσωσαν ακόμα περισσότερους! Αλλά το κακό δεν βαστιόταν. Στο μεταξύ, σύγχυση επικρατεί σχετικά με τον αριθμό των επιβαινόντων. Η πλοιοκτήτρια εταιρεία έκανε λόγο για 447 επιβάτες και 64μελές πλήρωμα, πολλοί όμως μιλούσαν ότι οι επιβαίνοντες ήταν περισσότεροι.
Οι πρώτοι διασωθέντες αποβιβάστηκαν στην Πάρο και προωθήθηκαν στο Κέντρο Υγείας του νησιού. Το ξημέρωμα αποκάλυψε το μέγεθος της τραγωδίας. Ο αριθμός των θυμάτων συνεχώς αυξανόταν: Από 40 στους 42, τους 59, τους 63, τους 74, τους 79 και τελικά στους 81 νεκρούς. Η μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία στην Ελλάδα έπειτα από εκείνη του «Ηράκλειον» (250 νεκροί) που βυθίστηκε στη Φαλκονέρα!
Και σ’ εκείνους τους 81 βάλτε πλάι και τον λιμενάρχη της Πάρου που δεν άντεξε η καρδιά του και έπεσε νεκρός από έμφραγμα το ίδιο βράδυ, βάλτε και τον πλοιοκτήτη, που έναν μήνα μετά «κυνηγημένος» από τις Ερινύες βούτηξε από τον 6ο όροφο των γραφείων της Εταιρίας του.
Τα αίτια του μοιραίου ναυαγίου
Ακούστηκαν τότε πολλά για τις αιτίες της πρόσκρουσης του πλοίου: Ότι μέρος του πληρώματος έβλεπε ποδόσφαιρο αντί να είναι στα όργανα πλοήγησης, ότι έχανε μοίρες ο αυτόματος πιλότος, ότι λίγο καιρό πριν είχε φύγει ο λοστρόμος καταγγέλλοντας τεχνικά προβλήματα, ελλείψεις και κακοσυντήρητα μέσα διάσωσης, μη ύπαρξη στεγανών…
Λίγες μέρες μετά – στις 2/10/2000 – ο εκπαιδευόμενος δόκιμος Γιώργος Πατήλας που βρισκόταν στη γέφυρα του «Σαμίνα» τη μοιραία νύχτα, χωρίς να έχει δικαίωμα συμμετοχής – ως εκπαιδευόμενος – στη διαδικασία πορείας, δήλωσε ότι το πλοίο δεν υπάκουε στους χειρισμούς του πηδαλιούχου για να αλλάξει πορεία, όταν είχαν αντιληφθεί ότι πήγαιναν για σύγκρουση με τις βραχονησίδες «Πόρτες»!
Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης
Πολλά ακούστηκαν, πολλά γράφτηκαν, άλλα αληθή άλλα υπερβολικά κι άλλα εντελώς ψευδή. Έπειτα από έρευνα ενός χρόνου, οι διορισμένοι πραγματογνώμονες παρέδωσαν στον ειδικό εφέτη ανακριτή την έκθεσή τους που περιέγραφε την κατάσταση:
1. Οι χειρισμοί του πληρώματος φυλακής γέφυρας ακόμα λίγα λεπτά πριν τη πρόσκρουση ήταν ανεπαρκείς, προκειμένου να αποφευχθεί η σύγκρουση. Περίπου 15 λεπτά πριν την πρόσκρουση, το πλοίο ερήμην των κανόνων ασφαλούς πλοήγησης σε συνδυασμό με τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν και εκτός ελέγχου της πραγματικής του θέσης, έπλεε με χρήση αυτόματου πιλότου (autopilot) με ευθύνη του πληρώματος φυλακής γέφυρας και το ακριβές στίγμα του πλοίου δεν ήταν γνωστά στον υποπλοίαρχο.
2. Κατά παράβαση του πιστοποιητικού ασφαλείας, οι υδατοστεγείς πόρτες ήταν όλες ανοιχτές ενώ θα έπρεπε να ήταν ερμητικά κλειστές, με ευθύνη του πλοιάρχου και του υποπλοιάρχου.
3. Οι αξιωματικοί του μηχανοστασίου μετά την πρόσκρουση δεν ειδοποίησαν έγκαιρα τον πλοίαρχο και τον υποπλοίαρχο για την ύπαρξη ρήγματος, παραλείποντας να κλείσουν τις υδατοστεγείς πόρτες (ηλεκτρικό πίνακα ή το χειροκίνητο σύστημα) τις 3 από τις 11 με αποτέλεσμα την ταχεία κατάκλυση υδάτων στο εσωτερικό του σκάφους. Η καθυστέρηση ειδοποίησης του πλοιάρχου ήταν 8-10 λεπτά.
4. Δεν τέθηκε σε λειτουργία η σειρήνα έκτακτης ανάγκης για εγκατάλειψη του πλοίου και της σχετικής ενημέρωσης από τα μεγάφωνα του πλοίου, με ευθύνη του πλοιάρχου καθώς επίσης δεν υπήρξε καθοδήγηση από το ανωτέρω πλήρωμα, για οργανωμένη εκκένωση του πλοίου.
5. Πολλά σωσίβια δεν ήταν εφοδιασμένα με λαμπτήρες σήμανσης και δεν διέθεταν σφυρίχτρες.
6. Το πλοίο λίγο μετά την πρόσκρουση βυθίστηκε στο σκοτάδι, η ηλεκτρογεννήτρια έκτακτης ανάγκης (emergency generator) εντός ολίγων λεπτών μετά την σύγκρουση λόγω βλάβης έπαψε να λειτουργεί.
7. Η παράλειψη διαβίβασης στίγματος του ναυαγίου, με αποτέλεσμα τη δυσχέρεια των ενεργειών έρευνας και διάσωσης με ευθύνη του πλοιάρχου και του ασυρματιστή του πλοίου. O ασυρματιστής ισχυρίστηκε πως από την πρώτη στιγμή έδωσε το στίγμα μέσω του «Ολύμπια Ράδιο» και του «Καναλιού 4».
Η δίκη για το ναυάγιο του «Εξπρές Σαμίνα» άρχισε στις 27 Μαΐου του 2005 στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων Πειραιώς και στις 27 Φεβρουαρίου του 2006 εκδόθηκε η ετυμηγορία.
Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πλοίο ήταν αξιόπλοο, ότι οι βάρκες ήταν σε καλή κατάσταση κι ότι η πρόσκρουση οφειλόταν σε κακή διακυβέρνηση κυρίως από τον υποπλοίαρχο, ενώ η γρήγορη βύθιση αποδόθηκε στο γεγονός ότι δεν ήταν κλειστές οι υδατοστεγείς θύρες.
Οι ποινές που επιβλήθηκαν στους κατηγορούμενους
Οι κατηγορούμενοι για το τραγικό ναυάγιο ήταν επτά και καταδικάστηκαν όλοι με τις παρακάτω ποινές:
- Ο πλοίαρχος Βασίλης Γιαννακής καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 11 χρόνων 11 μηνών και 25 ημερών
- Ο ύπαρχος Γιώργος Τριαντάφυλλος καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 5 ετών και 28 ημερών
- Ο Α’ μηχανικός Γεράσιμος Σκιαδαρέσης καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 7 ετών, πέντε μηνών και 28 ημερών
- Ο ασυρματιστής Δημήτρης Τσούμας καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών με τριετή αναστολή
- Ο διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος της τότε της πλοιοκτήτριας εταιρείας Νικόλαος Βικάτος και Κωνσταντίνος Κληρονόμος καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, 6 μηνών και 2 ημερών.
πηγή: ethnos.gr