Η ποιότητα εκτέλεσης του έργου αναστήλωσης του Ανακτόρου των Αιγών καθώς και η χρονολογία αλλά και οι χρήσεις που αποδίδονται στο μνημείο τίθενται υπό αμφισβήτηση σε Δελτίο Τύπου (03.03.24) του ελληνικού τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS), που υπογράφεται από τον Πρόεδρο του ελληνικού ICOMOS Αναστάσιο Τανούλα και την Γενική Γραμματέα Αναστασία Στασινοπούλου.
Ως απάντηση στο δελτίο Τύπου της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής του Διεθνούς Σύμβουλου Μνημείων και τοποθεσιών (ICOMOS), η επίτιμη έφορος δρ Αγγελική Κοτταρίδη αναφέρει χαρακτηριστικά, «..στο δημοσίευμα η, εμφανών προθέσεων, πολιτική κριτική αναμειγνύεται με επιστημονικοφανή ψευδοεπιχειρήματα».
Η απαντητική επιστολή της επιτίμου εφόρου δρος Αγγελικής Κοτταρίδη στο ICOMOS:
Αξιότιμοι Κύριοι,
Από χτες διακινείται στα ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης Δελτίο τύπου του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) που ασκεί κριτική στο Υπουργείο Πολιτισμού, κατονομάζοντας εξαιρετικά απαξιωτικά και στελέχη του, εμένα προσωπικά και τους μηχανικούς επιβλέποντες -και γενικότερα τους ειδικούς επιστήμονες που έχουν εμπλακεί στην υλοποίηση του έργου συντήρησης- αναστήλωσης του Ανακτόρου των Αιγών (μνημείο εγγεγραμμένο στον κατάλογο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO)
Το εν λόγω λιβελλογράφημα επιχειρεί να αποδομήσει το συστηματικό έργο για την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μακεδονίας που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, όπως δείχνουν τα δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου, αλλά και η αθρόα προσέλευση επισκεπτών στο Πολυκεντρικό Μουσείο των Αιγών. Αξίζει να σημειωθεί ότι την Κυριακή 3 Μαρτίου προσήλθαν 5.500 επισκέπτες, αριθμός που φανερώνει την μοναδική δυναμική που αναπτύσσεται πλέον σε όλα τα επίπεδα.
Στο δημοσίευμα η, εμφανών προθέσεων, πολιτική κριτική αναμειγνύεται με επιστημονικοφανή ψευδοεπιχειρήματα που, δυστυχώς, δηλώνουν εύγλωττα την βαθιά άγνοια των συντακτών του ως προς τις διαδικασίες των συγχρηματοδοτούμενων έργων (εν προκειμένω ΕΣΠΑ/ΕΠΑΝΕΚ) αλλά και ως προς τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα δεδομένα της πολυετούς συστηματικής επιστημονικής έρευνας των Αιγών και του συγκεκριμένου μνημείου.
Μεταξύ άλλων διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι το μνημείο εγκαινιάστηκε εσπευσμένα για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και επειδή «η υπεύθυνη του έργου έβγαινε στη σύνταξη» (!) Προφανώς οι συντάκτες αγνοούν ή ενσυνειδήτως αποσιωπούν ότι η απόδοση στο κοινό των συγχρηματοδοτούμενων από την ΕΕ έργων, μόλις αποπερατώνεται κάθε συγκεκριμένη φάση, συνιστά συμβατική υποχρέωση της χώρας. Υπενθυμίζεται ότι αντίστοιχα και το 2016 που είχε αποπερατωθεί η Β΄ Φάση του έργου, έγιναν εγκαίνια παρουσία πλήθους κόσμου από την τότε Γ. Γραμματέα του ΥΠΠΟ κ. Μ. Βλαζάκη και το μνημείο άνοιξε για το κοινό, μολονότι ήταν προσβάσιμο μόνον ένα πολύ μικρό τμήμα του. Παραδόξως, τότε δεν ακούστηκε καμία κριτική!….
Τώρα που ολοκληρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των έργων συντήρησης και αναστήλωσης και αποδίδεται στο κοινό το κύριο τμήμα του μνημείου, η παρουσία του πρωθυπουργού στα εγκαίνια ενός μνημείου θα περίμενε κανείς να γίνεται ευχαρίστως δεκτή από φορείς που, κατ΄ όνομα τουλάχιστον, υποτίθεται ότι στηρίζουν το έργο της διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Μολονότι τα Δελτία Τύπου δεν είθισται να αποτελούν χώρο συζήτησης των επιστημονικών ζητημάτων, οι υπογράφοντες το εν λόγω, αν και μη ειδικοί παίρνουν θέση σε τρία σημαντικά ζητήματα που αφορούν κυρίως στην αρχαιολογική έρευνα και μάλιστα προσχωρούν προφανώς στην άποψη που διακίνησε προσφάτως ο συνταξιούχος αρχιτέκτονας του ΥΠΠΟ κ. Α. Νακάσης, συνεργάτης του τέως αναπληρωτή καθηγητή κ. Π. Φάκλαρη στην ανασκαφή του τείχους των Αιγών. Σύμφωνα με αυτούς οι Αιγές δεν βρίσκονται στην Βεργίνα, ο Τάφος ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας δεν ανήκει στον Φίλιππο Β΄ και αφού οι Αιγές δεν είναι εκεί προφανώς ούτε αυτός ούτε οι υπόλοιποι είναι βασιλικοί τάφοι. Εν τέλει σύμφωνα με το αφήγημά τους και το ανάκτορο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα εστιατόριο του 3ου προχριστιανικού αιώνα.
Η αποσυσχέτιση του χώρου από τις Αιγές διατυπώνεται προγραμματικά χωρίς κάποια προσπάθεια τεκμηρίωσης. Άλλωστε είναι γνωστό ότι σε ολόκληρη την βιβλιογραφία, ελληνική και ξένη, ο μόνος που διαφωνεί με την ταύτιση των Αιγών με τον συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο είναι ο Π. Φάκλαρης που δημοσίευσε σχετικό άρθρο το 1994, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Μανόλη Ανδρόνικου, μολονότι από το 1978 που εργαζόταν στην ομάδα ανασκαφής ως βοηθός του καθηγητή και στην συνεχεία ως μονιμοποιηθείς στο ΑΠΘ ουδέποτε είχε εκφράσει τις όποιες αντιρρήσεις του. (Ενδεικτική είναι η αναφορά της άποψης του Π. Φάκλαρη που γίνεται σε ένα από τα κύρια έργα για την Μακεδονική τοπογραφία (M. Mari, Al di la dell’ Olimpo, 2002, σελ. 13 σημ. 1) ως «χωρίς λογική αιτιολογία» και μάλιστα ούτε καν στο κείμενο, αλλά σε μία παραπομπή
Για τον επίμαχο τάφο ΙΙ θεωρούν δεδομένο ότι χρονολογείται μετά το 317 π.Χ., υιοθετώντας την χρονολόγηση που δίνουν όσοι ισχυρίζονται ότι σε αυτόν δεν ήταν θαμμένος ο Φίλιππος Β΄ (πέθανε το 336 π.Χ.) αλλά ο Φίλιππος Γ΄ Αρριδαίος (ανακομίστηκε στις Αιγές μετά το 316 π.Χ.). Αλλά πώς μπορεί να υποστηρίξει κανείς αυτό, αν δεν βρισκόμαστε στις Αιγές και ο τάφος δεν είναι βασιλικός;
Ενδεικτικό της επιπολαιότητας με την οποία προσεγγίζουν το ζήτημα που αποτελεί υποτίθεται κορυφαίο σημείο της κριτικής τους προς το ΥΠΠΟ, είναι το γεγονός ότι αναφέρουν ως βασική δημοσίευση που αποδεικνύει ότι ο φίλιππος Β΄ δεν είναι ο νεκρός του τάφου ΙΙ ένα άρθρο βιβλιοκρισίας με μέγεθος μικρότερο από μία σελίδα (!!!)… Και μολονότι σε άλλο σημείο του κειμένου τους μέμφονται το ΥΠΠΟ ότι δεν “λαμβάνει τεχνογνωσία” (sic) από τα στελέχη της Πανεπιστημιακής Ανασκαφής, οι ίδιοι αποσιωπούν απολύτως και τις δημοσιεύσεις του ίδιου Μ. Ανδρόνικου, αλλά και εκείνες των ομότιμων καθηγητριών του ΑΠΘ Σ. Δρούγου και Χ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη που υπήρξαν Διευθύντριες της Ανασκαφής μετά τον θάνατο του, επειδή όλοι αυτοί, μελετώντας το αρχαιολογικό υλικό, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Β΄. Το ίδιο συμβαίνει και με τον κορυφαίο μελετητή της αρχαίας Μακεδονίας, ακαδημαϊκό Μ.Β. Χατζόπουλο που σε αναλυτικότατο άρθρο του εξετάζει όλη την εκτενέστατη βιβλιογραφια και όλα τα υπέρ και κατά επιχειρήματα, βάζοντας οριστική ταφόπλακα στις κάθε είδους (συχνά και εκ του πονηρού) αμφισβητήσεις (M. Χατζόπουλος, Τεκμήρια 9, 2008, 91-118).
Ακόμη πιο χαώδεις είναι οι αναφορές στα ζητήματα χρονολόγησης, μορφολογίας, λειτουργιών και χρήσης του ίδιου του ανακτόρου, το οποίο κατά την άποψη τους δεν είχε δεύτερο όροφο, όπως ο πωρόλιθος δεν είναι είδος τραβερτίνη, μολονότι αρκεί μια απλή ματιά στο διαδίκτυο για να δει κάνεις ότι η εικόνα του πωρόλιθου της Ημαθίας και της Πέλλας βρίσκεται στις σελίδες του ΑΠΘ που αναφέρεται ο όρος τραβερτίνης (http://www.geo.auth.gr/106/theory/pet_sedimentary.htm) και μια βόλτα στο νέο μουσείο των Αιγών για να δει κανείς όχι μόνον το αναταγμένο τμήμα του δεύτερου ορόφου του προπύλου και των στοών, αλλά και τα δεκάδες μέλη που προέρχονται από αυτές και δεν ανατάχθηκαν, τα οποία εκτίθενται στο μεγάλο αίθριο ή στις επισκέψιμες από ειδικούς αποθήκες….Αντίστοιχα ο Αλέξανδρος κατά την γνώμη τους ξεκίνησε την εκστρατεία από το Δίον(!) μολονότι ο Αρριανός (Ανάβασις 1.11.1) αναφέρει ρητά τις Αιγές κ.ο.κ.
Αγνοούν ή σκοπίμως αποσιωπούν ότι μετά τον β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η ανασκαφή του ανακτόρου ήταν συνεργασία του ΑΠΘ με την αρμόδια εφορεία, εξου η συμμετοχή του εφόρου Χ. Μακαρόνα και στην συνέχεια, μετά το 1969 η ανασκαφή συνεχίσθηκε από μόνη την έφορο Κ. Ρωμιοπούλου που φρόντισε και για την συντήρηση του γνωστού ψηφιδωτού, αλλά και για την δημιουργία του ασφαλτόδρομου, ώστε το μνημείο να γίνει επισκέψιμο.
Παράλληλα αποσιωπούν ακόμη και το γεγονός ότι ο ίδιος ο ανασκαφέας των βασιλικών τάφων ο Μανόλης Ανδρόνικος ζήτησε και έλαβε εξ αρχής την συνδρομή του ΥΠΠΟ στο τεράστιο ζήτημα της συντήρησης και διαχείρισης των μοναδικών ευρημάτων, ενώ παραποιούν ασύστολα τις συντονισμένες προσπάθειες του ΥΠΠΟ και τα πολύ μεγάλα έργα που ανέδειξαν τον αρχαιολογικό χώρο των Αιγών σε ένα από τα σημαντικότερα μουσειακά σύνολα της χώρας. Προφανώς είναι ακριβώς αυτή η δράση προς όφελος των μνημείων και της αειφορίας που τους ενοχλεί, αφού ουσιαστικά αναιρεί το αποδομητικό τους αφήγημα!..
Επίσης αποσιωπούν η αγνοούν έστω και μια σελίδα επιστημονικού άρθρου που γράφτηκε για το ανάκτορο των Αιγών μετά την δεκαετία του ογδόντα. Διαφορετικά θα ήξεραν τις απόψεις και τα επιχειρήματα του κορυφαίου μελετητή της αρχιτεκτονικής των ύστερων κλασικών-ελληνιστικών χρόνων καθηγητή W. Hoepfner που πρώτος χρονολόγησε το μνημείο στην εποχή του Φιλίππου Β΄, αλλά και το γεγονός ότι, όπως έδειξε η ανασκαφή του 2007, το νόμισμα του Λυσίμαχου που επικαλούνται ως στοιχείο χρονολόγησης στον 3ο αιώνα είχε βρεθεί σε λάκκο που έγινε μετά την καταστροφή του μνημείου στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. και έτσι δεν έχει καμία αξία για την χρονολόγηση του οικοδομήματος.
Αν διάβαζαν το πρώτο βιβλίο που εκδόθηκε το 2009 από την αρμόδια εφορεία με τα αρχικά πορίσματα της έρευνας, πλήθος σχέδια και φωτογραφίες, αλλά και τα άρθρα που ακολούθησαν, θα μάθαιναν ότι εν τω μεταξύ ανασκάφηκαν οι κοίτες θεμελίωσης σχεδόν όλων των τοίχων και οι υποβάσεις όλων των δαπέδων του κτηρίου που δεν είχαν ποτέ ερευνηθεί από τους παλιότερους ανασκαφείς και υπάρχουν αδιαμφισβήτητα ευρήματα (κεραμική, νομίσματα) πέρα από στιλιστικές και τυπολογικές ομοιότητες και αναλογίες των αρχιτεκτονικών μελών που το χρονολογούν στα χρόνια του Φιλίππου Β΄.
Το έργο συντήρησης και αναστήλωσής του μνημείου έδωσε την δυνατότητα συστηματικής και μεγάλης κλίμακας διερεύνησης και τεκμηρίωσης των καταλοίπων. Περισσότερα από 300.000 κεραμίδια και κομμάτια κεραμιδιών, σιμών και ανάγλυφων ακροκεράμων διερευνήθηκαν και ταξινομήθηκαν, περισσότερα από 20.000 αρχιτεκτονικά μέλη μελετήθηκαν, συσχετίσθηκαν, φωτογραφήθηκαν και σχεδιάστηκαν, αλλά και δεκάδες χιλιάδες κινητά ευρήματα, όλα τεκμηριωμένα και καταγραμμένα, δίνουν πια εξαιρετικά λεπτομερή στοιχεία για το κτήριο, τα οποία αποτελούν την βάση της συστηματικής μελέτης του.
Μαζί με αυτά εκπονήθηκαν εκατοντάδες σχέδια αποτύπωσης των ευρημάτων κατά χώραν καθώς και της στρωματογραφίας, όλες οι υφιστάμενες δομές σκαναρίστηκαν τρισδιάστατα, έγιναν πλείστες όσες αρχαιομετρικές αναλύσεις, συντάχθηκαν αναλυτικές μελέτες συντήρησης ψηφιδωτών, λίθων και κονιαμάτων με την βοήθεια του Κέντρου Λίθου και όλων των συναρμόδιων διευθύνσεων και τμημάτων του ΥΠΠΟ, ενώ εκπονήθηκε και η μεγάλη μελέτη αναστήλωσης που υποβλήθηκε και εγκρίθηκε ομόφωνα μετά από εξονυχιστική συζήτηση του ΚΑΣ.
Όλη αυτή η πολυεπίπεδη εργασία και η έρευνα σε βάθος ενός τέτοιου μνημείου είχε σαν αποτέλεσμα να αποκτηθούν πολλές νέες γνώσεις για το ίδιο, αλλά και την αρχαία αρχιτεκτονική γενικότερα που ήδη αξιοποιήθηκαν από το έργο, εν μέρει παρουσιάστηκαν σε συνέδρια και επιστημονικά άρθρα, ενώ επίκειται η αναλυτική επιστημονική δημοσίευσή τους από την ομάδα που συστάθηκε για τον σκοπό αυτόν το 2023.
Όπως οι ίδιοι οι συντάκτες του επίμαχου δελτίου τύπου αναγνωρίζουν «οι τάφροι θεμελιώσεων των κτηρίων περιλαμβάνονται στους πλέον έγκριτους μάρτυρες χρονολόγησης» και αυτοί οι «μάρτυρες» ρωτήθηκαν συστηματικά και ανέτρεψαν ιδεοληψίες δεκαετιών για το ανάκτορο των Αιγών. Βεβαίως οι κύριοι του ICOMOS, θεωρούν ότι θα έπρεπε να ανασκαφούν και να αποκαλυφθούν οι πλευρικοί τοίχοι των μακεδονικών τάφων μολονότι ως μηχανικοί θα όφειλαν να γνωρίζουν τους μεγάλους κινδύνους που κάτι τέτοιο θα εγκυμονούσε.
Το μεγάλο τεχνικό έργο στο οποίο αναφέρθηκε η Υπουργός Πολιτισμού και σχολιάζουν υποτιμητικά, συγχέοντας το (σκόπιμα;) με την ιδία την αναστήλωση είναι το πραγματικά πολύπλοκο, πολύ μεγάλο σε έκταση και εξαιρετικά δύσκολο τεχνικό έργο με το οποίο αντιστηρίχθηκε και σταμάτησε η διολίσθηση του πρανούς επάνω στο οποίο είναι χτισμένο ολόκληρο το μνημείο. Για την επέμβαση αυτή η ομάδα του έργου συνεργάστηκε με τους κατ΄ εξοχήν ειδικούς πολιτικούς μηχανικούς και καθηγητές της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, τον Γ. Χ. Μάνο και τον Κ. Κατάκαλο, καθώς και με μια πλειάδα άλλων ειδικών, γεωλόγων κλπ. με μεγάλη εμπειρία σε έργα πεδίου.
Όσον αφορά στην αναστήλωση των κιόνων του περιστυλίου και των πεσσοκιόνων του προπύλου του ανακτόρου, το ποσοστό νέου υλικού κυμαίνεται από 10-15% (εξαιρετικά χαμηλό), ενώ στους τοιχοβάτες και στα υποθεμελιώσεις είναι τόσο, όσο απαιτείται για την αντιστήριξη και την ευστάθεια των αρχαίων δαπέδων με τα ψηφιδωτά και τα μαρμαροθετήματα που σώζονται σε έκταση 1.500 τμ.
Αντίθετα με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό των συντακτών του Δελτίου τύπου τα δάπεδα των ανδρώνων χωρίς σωζόμενα ψηφιδωτά είναι από απλό πατημένο χώμα, ενώ τα δάπεδα στις στοές και το πρόπυλο είναι από συμπυκνωμένα αδρανή με ελάχιστη πρόσμιξη λευκού τσιμέντου. Σκληρά δάπεδα με τσιμεντοκονία δεν χρησιμοποιήθηκαν εντός του μνημείου, επειδή δεν κρίθηκε απαραίτητο, και εκτός επειδή ο δρόμος ανόδου μήκους μόλις 300 μέτρων διέρχεται από περιοχή του αρχαίου αστεως που δεν έχει διερευνηθεί ανασκαφικά. Βεβαίως ενδεικτικό των προθέσεων των συντακτών του λιβελογραφήματος είναι το γεγονός, ότι ενώ διερρήγνυαν τα ιμάτια τους για τις διαστρώσεις της Ακρόπολης εδώ διαμαρτύρονται για «λασπόλουτρα» ακριβώς επειδή διαστρώσεις ΔΕΝ έγιναν….
Τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα μνημεία και τον χώρο τους οι επικριτές της αναστήλωσης του ανακτόρου των Αιγών αποκαλύπτουν οι αποστροφές τους για την υπεραιωνόβια βελανιδιά, το τοπόσημο του χώρου από την αρχή του 20ου αιώνα, που κατά την γνώμη τους θα έπρεπε να κοπεί(!!!), ενώ θεωρούν ότι τα κατώφλια και οι στυλοβάτες (εννοούν προφανώς του πρόπυλου, εφόσον στους άλλους χώρους δεν επιτρέπεται η είσοδος επισκεπτών) δυσχεραίνουν την κίνηση των επισκεπτών…. Ίσως κατά την άποψη τους θα έπρεπε να βγουν από την θέση τους τα αρχαία κατώφλια για να είναι απρόσκοπτη η κίνηση….
Αναρωτιέται κανείς με ποια διαδικασία έγινε η έγκριση του εν λόγω ψηφίσματος, κατά πόσον τα μέλη του ICOMOS ενημερώθηκαν για το σύνολο της υφιστάμενης βιβλιογραφίας, ώστε να τοποθετηθούν (με ψηφοφορία;) επί επιστημονικών θεμάτων κατ΄ εξοχήν αρχαιολογικών….
Όπως και νάχει, ίσως θα ήταν πιο χρήσιμο να στρέψουν την προσοχή τους προς την δράση του πρώην πρόεδρου του ICOMOS Α. Νακάση και του συνεργάτη του Π. Φάκλαρη οι οποίοι το 2003-4 κατέσκαψαν και από τις δυο πλευρές σε μήκος περ. 300 μέτρων το ανατολικό σκέλος του τείχους των Αιγών μέχρι την υποθεμελίωση και στην συνέχεια έκρυψαν τις όψεις του με λαμαρίνες που κάρφωσαν επάνω του, χωρίς ποτέ να καταθέσουν, ως οφείλουν, τα ημερολόγια ανασκαφής, σχέδια αποτύπωσης, στρωματογραφίας και γενικότερα οποιοδήποτε υλικό τεκμηρίωσης, χωρίς ποτέ να λάβουν οποιαδήποτε ουσιώδη μέτρα προστασίας του μνημείου και, δυστυχώς, χωρίς ποτέ να φροντίσουν για την στερέωση και την συντήρηση του, έστω εκπονώντας την απαραίτητη μελέτη και αυτό μολονότι έχουν περάσει ήδη 20 χρόνια …
Τελικά μήπως η συντήρηση και η ανάδειξη του εντυπωσιακού τείχους θα χαλούσε το αφήγημα της Βεργίνας χωρίς Αιγές;
Δρ Αγγελική Κοτταρίδη
Επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων