Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να εγκρίνει την πρώτη πώληση στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία από την ανάληψη της εξουσίας, σε μια ένδειξη ότι η πρόσφατη συμφωνία για στρατηγικά ορυκτά μεταξύ των δύο χωρών μπορεί να ανοίγει τον δρόμο για την επανεκκίνηση των αποστολών όπλων.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει εγκρίνει την έκδοση άδειας εξαγωγής «άνω των 50 εκατομμυρίων δολαρίων» σε αμυντικό εξοπλισμό και υπηρεσίες προς την Ουκρανία, σύμφωνα με επίσημη ενημέρωση προς την Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας. Πρόκειται για την πρώτη σχετική έγκριση από τότε που ο Τραμπ είχε «παγώσει» κάθε στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δήλωσε το βράδυ της Πέμπτης ότι η υπογραφή της πολυσυζητημένης συμφωνίας για τα στρατηγικά ορυκτά – με όρους πολύ ευνοϊκότερους για την Ουκρανία από όσους είχαν αρχικά διαρρεύσει – αποτελεί άμεσο αποτέλεσμα της συνάντησης που είχε με τον Τραμπ στο περιθώριο της κηδείας του πάπα το Σάββατο.
«Τώρα έχουμε το πρώτο αποτέλεσμα από τη συνάντηση στο Βατικανό, που την καθιστά πραγματικά ιστορική. Αναμένουμε και άλλα αποτελέσματα», ανέφερε στο βραδινό διάγγελμά του.
Ο Ζελένσκι χαρακτήρισε τη συμφωνία «πραγματικά ισότιμη» και τόνισε ότι «δημιουργεί δυνατότητες για σημαντικές επενδύσεις στην Ουκρανία».
Ανώτερος συνεργάτης του, ο Μιχαΐλο Ποντολιάκ, δήλωσε από το Κίεβο ότι η ουκρανική πλευρά προσδοκά άμεση επανέναρξη των παραδόσεων όπλων. «Δεν υπάρχει άμεση σύνδεση που να αναφέρει ξεκάθαρα “θα λάβετε αυτά τα συγκεκριμένα όπλα”, αλλά ανοίγει η δυνατότητα για παράλληλες διαπραγματεύσεις περί αγοράς στρατιωτικού υλικού», δήλωσε, προσθέτοντας πως «η αμερικανική πλευρά είναι πλέον ανοιχτή σε αυτές τις συζητήσεις».
Η πρώτη αναπληρώτρια πρωθυπουργός της Ουκρανίας, Γιούλια Σβιριντένκο, υπέγραψε τη συμφωνία στην Ουάσιγκτον την Τετάρτη, μαζί με τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ. Ανώτατοι Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι αναμένουν την επικύρωση της συμφωνίας από την ουκρανική βουλή εντός της επόμενης εβδομάδας. Η συμφωνία προβλέπει τη δημιουργία κοινού ταμείου χρηματοδότησης από τις δύο χώρες, μέσω εσόδων που θα προκύψουν από νέες άδειες εκμετάλλευσης κοιτασμάτων στρατηγικών ορυκτών, πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Έπειτα από μια περίοδο κατά την οποία ο Τραμπ εμφανιζόταν ελαστικός προς τη Ρωσία και επικριτικός έναντι της Ουκρανίας, το Κίεβο ελπίζει σε αλλαγή στάσης. Ο Ζελένσκι ανέφερε ότι η τελική μορφή της συμφωνίας «μεταβλήθηκε ουσιαστικά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας» και πως πλέον πρόκειται για μια «ισότιμη συμφωνία που επιτρέπει επενδύσεις στην Ουκρανία».
Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι η συμφωνία εξαιρεί ρητά οποιαδήποτε αναφορά σε χρήματα που είχαν σταλεί στο παρελθόν ως στρατιωτική ή ανθρωπιστική βοήθεια – χρήματα που ο Τραμπ είχε εκφράσει την πρόθεση να ανακτήσει. Επίσης, ορίζει ρητά πως η υλοποίησή της δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει την ευρωπαϊκή πορεία της Ουκρανίας, ούτε να προσδίδει μονοπωλιακό χαρακτήρα στις αμερικανικές εταιρείες – οι οποίες θα έχουν απλώς το δικαίωμα να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς υπό ισότιμους όρους.
Η τελική συμφωνία προέκυψε έπειτα από τρίμηνες διαπραγματεύσεις, με το αρχικό σχέδιο που είχε φέρει ο Μπέσεντ στο Κίεβο να απορρίπτεται από τον Ζελένσκι ως υπερβολικά επαχθές. Προγραμματισμένη τελετή υπογραφής στον Λευκό Οίκο τον Φεβρουάριο ναυάγησε, μετά από έντονη φραστική αντιπαράθεση του Τραμπ και του γερουσιαστή JD Βανς με τον Ζελένσκι στο Οβάλ Γραφείο, η οποία οδήγησε σε διακοπή των συνομιλιών και αποχώρηση του Ουκρανού προέδρου.
Ερωτηθείς για το πώς το Κίεβο κατάφερε να βελτιώσει τους όρους της συμφωνίας, ο Ποντολιάκ σημείωσε ότι οι πραγματικές διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν σε τελείως διαφορετικό κλίμα από τη δημόσια ρητορική της κυβέρνησης Τραμπ.
«Αυτός είναι απλώς ο τρόπος επικοινωνίας αυτής της [αμερικανικής] κυβέρνησης – ιδιαίτερα επιθετικός. Διαρρέουν τις χειρότερες δυνατές εκδοχές, αλλά στις πραγματικές διαπραγματεύσεις υπάρχει λογική και μπορούν να υπάρξουν αποτελέσματα», δήλωσε. «Απλώς χρησιμοποιούν αυτή την επιθετικότητα για να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση», πρόσθεσε.
Ο ίδιος ανέφερε ότι επειδή οι αμερικανικοί εξοπλισμοί πλέον θα αγοράζονται και δεν θα παρέχονται δωρεάν, η Ουκρανία θα πρέπει να επιλέγει με μεγαλύτερη προσοχή τα αιτήματά της. «Πιστεύω ότι σύντομα θα ξέρουμε ποιοι τύποι όπλων μας είναι πραγματικά αναγκαίοι – θα πρέπει να διαλέξουμε με προσοχή τα μοναδικά συστήματα που μόνο οι ΗΠΑ παράγουν. Για παράδειγμα, αν μπορούμε να παράγουμε drones μόνοι μας, θα το κάνουμε εδώ. Αλλά υπάρχουν κρίσιμα οπλικά συστήματα που παράγονται αποκλειστικά στις ΗΠΑ», ανέφερε.