Ο Ιουάο Χακαμάντα, ένας 88χρονος Ιάπωνας που πέρασε 46 χρόνια στα κελιά των μελλοθανάτων, αθωώθηκε την Πέμπτη από το δικαστήριο της Σιζουόκα έπειτα από αναθεώρηση της δίκης του.
Ο Ιουάο Χακαμάντα, ο κρατούμενος που έχει περάσει τα περισσότερα χρόνια σε κελιά θανατοποινιτών στον κόσμο, κατηγορούνταν πως το 1966 είχε δολοφονήσει το αφεντικό του και τρία μέλη της οικογένειας αυτού του τελευταίου. Δύο χρόνια αργότερα είχε καταδικασθεί στην ποινή του θανάτου.
Από την αρχή της ακροαματικής συνεδρίασης, ο δικαστής δήλωσε πως το δικαστήριο θεωρεί πως ο κατηγορούμενος «είναι αθώος».
Η υπόθεση αυτή, η οποία άρχισε το 1966, είναι εμβληματική για τους υποστηρικτές της κατάργησης της θανατικής ποινής στην Ιαπωνία, οι οποίοι είναι λιγότεροι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, απ’ αυτούς που την υποστηρίζουν στη χώρα.
Πολύ νωρίς την Πέμπτη το πρωί, εκατοντάδες άνθρωποι έκαναν ουρά μπροστά από το Δικαστήριο της Σιζουόκα (δυτικά του Τόκιο) για να προσπαθήσουν να πιάσουν μια θέση για την πολυαναμενόμενη ετυμηγορία.
Μεταξύ αυτών, ο Ατσούσι Ζουκεράν, ο οποίος φορούσε μια μπλούζα στην οποία ήταν γραμμένο «Απελευθερώστε τον Χακαμάντα τώρα».
«Είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα αθωωθεί. Όμως ένα μέρος μου δεν θα είναι σε θέση να γιορτάσει πλήρως την αθώωση», έλεγε μερικές ώρες πριν από την ανακοίνωση της ετυμηγορίας.
«Η περίπτωσή του είναι μια οδυνηρή υπενθύμιση ότι το ιαπωνικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης πρέπει να αλλάξει», πρόσθεσε.
Πρώην πυγμάχος που έγινε υπάλληλος σε μια επιχείρηση παρασκευής μίσο (σόγια που έχει υποστεί ζύμωση), ο Ιουάο Χακαμάντα κατηγορούνταν ότι το 1966 δολοφόνησε το αφεντικό του και τρία μέλη της οικογένειας αυτού του τελευταίου. Το 1968 είχε καταδικαστεί σε θάνατο από το Δικαστήριο της Σιζουόκα.
Την εποχή εκείνη είχε αρχικά ομολογήσει πως είχε διαπράξει αυτούς τους φόνους, πριν υπαναχωρήσει, επικαλούμενος τις βίαιες μεθόδους των ανακριτών του. Η καταδίκη του σε θάνατο είχε εντούτοις επικυρωθεί το 1980 από το ιαπωνικό Ανώτατο Δικαστήριο.
Οι δικηγόροι του υποστήριζαν ότι τα στοιχεία για την ενοχή του πιθανόν κατασκευάστηκαν από την αστυνομία ή τα πρόσωπα που είχαν τότε ερευνήσει την υπόθεση, ώστε να μπορέσουν να δικαιολογήσουν τη σύλληψή του και την καταδίκη του.
Το 2014, ένα δικαστήριο είχε αποδεχθεί την ύπαρξη αμφιβολιών για την ενοχή του αφού γενετικά τεστ είχαν διαψεύσει στοιχεία της κατηγορίας στα οποία βασιζόταν το κατηγορητήριο: το DNA που είχε βρεθεί σε ματωμένα ρούχα, δεν αντιστοιχούσε στο δικό του. Είχε τότε αποφυλακισθεί.