Παρά τα σημαντικά γεγονότα που εξελίσσονται τις τελευταίες εβδομάδες εν όψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, η εκλογική μάχη παραμένει αμφίρροπη.
Η Χάρις, ως υποψήφια των Δημοκρατικών, αντιμετωπίζει μια σειρά κρίσεων που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την προεκλογική της καμπάνια.
Μια τέτοια σύγκρουση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ενεργειακή κρίση, αυξάνοντας τις τιμές των καυσίμων και πλήττοντας τους ψηφοφόρους που ήδη υποφέρουν από τον πληθωρισμό. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο που θα έβλαπτε την εικόνα της Χάρις στη διαχείριση της οικονομίας, που παλεύει να πείσει τους Αμερικανούς ότι είναι υπερασπίστρια της μεσαίας και της εργατικής τάξης.
Επιπλέον, η απεργία σχεδόν 50.000 εργαζομένων της Διεθνούς Ένωσης Λιμενεργατών στα λιμάνια της Ανατολικής και της Ακτής του Κόλπου απειλεί να διακόψει τις αλυσίδες εφοδιασμού και να αυξήσει τις τιμές. Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο που ο πληθωρισμός αποτελεί βασική ανησυχία για τους Αμερικανούς ψηφοφόρους.
Η Χάρις δείχνει να είναι παγιδευμένη ανάμεσα στην υποστήριξη των συνδικάτων, ένα σημαντικό δημοκρατικό εκλογικό σώμα και την ανάγκη να αποτρέψει οικονομικές αναταράξεις που θα μπορούσαν να βλάψουν την καμπάνια της.
Οι Ρεπουμπλικάνοι, υπό τις οδηγίες του Τραμπ, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν αυτές τις κρίσεις για να παρουσιάσουν την κυβέρνηση Μπάιντεν-Χάρις ως εντελώς αναποτελεσματική. Ο Τραμπ, παρουσιάζεται ως ο υποψήφιος που μπορεί να αποκαταστήσει την τάξη και ισχυρίζεται ότι ο κόσμος ήταν πιο σταθερός κατά την προεδρία του και δεν υπήρχε πόλεμος στη Μ. Ανατολή.
Πάντως έως τώρα η καταδίκη του Τραμπ και τα νομικά του ζητήματα, δεν έχουν επηρεάσει σημαντικά τη δημοτικότητα του μεταξύ των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων. Μάλιστα, πολλοί από τους υποστηρικτές του βλέπουν τις έρευνες και τις νομικές διαδικασίες ως πολιτικά υποκινούμενες από την κυβέρνηση Μπάιντεν. Ωστόσο, παραμένει αβέβαιο πόσο αυτές οι νομικές υποθέσεις θα επηρεάσουν τους ψηφοφόρους στις πολιτείες-κλειδιά και εάν τελικά θα επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα.
Παράλληλα, το ντιμπέιτ των υποψηφίων αντιπροέδρων ανέδειξε περαιτέρω τις διαφορές μεταξύ των δύο καμπανιών, αλλά στους περισσότερους Αμερικανούς φάνηκε αδιάφορο.
Ο Βανς ακολούθησε την προσέγγιση του Τραμπ, αρνούμενος να παραδεχτεί δημόσια ότι ο Τραμπ έχασε τις εκλογές του 2020, ενώ ο Γουόλζ πίεσε πολύ τον Βανς σε αυτό το ζήτημα, προσπαθώντας να παρουσιάσει τον Τραμπ και τους συμμάχους του ως απειλή για τη δημοκρατία. Ωστόσο, είναι ασαφές αν το ντιμπέιτ άλλαξε σημαντικά τις απόψεις των ψηφοφόρων, καθώς οι περισσότερες δημοσκοπήσεις σε πολιτείες-κλειδιά συνεχίζουν να δείχνουν ισοψηφία.
Οι ΗΠΑ βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της προεκλογικής περιόδου με την Κ. Χάρις και τον Ν. Τραμπ να αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια.
Η Χάρις πρέπει να διαχειριστεί τις διεθνείς κρίσεις, τις απεργίες που συνδέονται με την οικονομία και τις φυσικές καταστροφές, που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το μήνυμα της καμπάνιας της για υπεύθυνη ηγεσία και οικονομική ανάκαμψη. Ο Τραμπ, από την άλλη, συνεχίζει να μάχεται για την αθωότητα του ενάντια στα νομικά του ζητήματα, με τους βασικούς υποστηρικτές του να παραμένουν πιστοί.
Με κανέναν ξεκάθαρο νικητή στις περισσότερες πολιτείες-κλειδιά και με τις καμπάνιες να αντιμετωπίζουν τόσα ζητήματα, το αποτέλεσμα των εκλογών παραμένει εντελώς αβέβαιο
πηγή: cnn.gr