Η διατήρηση της ηρεμίας στο Αιγαίο, η αναβάθμιση των διμερών οικονομικών σχέσεων και η πιθανότητα μιας συμφωνίας για το μεταναστευτικό, είναι στις προσδοκίες από την επίσκεψη του Πρόεδρου της Τουρκίας Τ. Ερντογάν και υπουργών του στην Αθήνα. Και υπό αυτή την οπτική, πρόκειται ασφαλώς για μια θετική εξέλιξη, στο πολύπλοκο πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ωστόσο, τα θέματα που θα συζητηθούν στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας στις 7 Δεκεμβρίου στην Αθήνα, που θα συνεδριάσει υπό κοινή προεδρία του Πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη και του Προέδρου της Τουρκίας Τ. Ερντογάν, θα είναι υπό τη επήρεια της «Μεγάλης Εικόνας» των πολιτικών, διπλωματικών και στρατιωτικών εξελίξεων στην Ουκρανία και τη Λωρίδα της Γάζας. Ο διάλογος γίνεται υπό την πίεση της αμερικανικής διπλωματίας, που επιδιώκει την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ώστε να παραμείνει αρραγής η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, απολύτως αναγκαία λόγω του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Επίσης, λόγω των δραματικών εξελίξεων στη Λωρίδα της Γάζας, με την ενεργό στήριξη στη ΧΑΜΑΣ από τον Ερντογάν, που παράλληλα διατηρεί μια έντονη αντιισραηλινή και αντιαμερικανική ρητορική, έχει προκληθεί ρήγμα στις σχέσεις της Τουρκία με τις ΗΠΑ.
Η ελληνοτουρκική συνάντηση Κορυφής των Αθηνών, αποτελεί μια ευκαιρία για την αμερικανική διπλωματία, να «μικρύνει» την απόσταση Ουάσιγκτον – Άγκυρας αποσβένοντας τους κραδασμούς από την αντιδυτική παρεμβατική πολιτική της Τουρκίας στο Μεσανατολικό. Η Ελληνική Κυβέρνηση δεν τρέφει αυταπάτες. Η επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων δεν είναι ορατή στο προβλεπτό μέλλον. Η ελληνική κυβέρνηση, δεν υποχωρεί από πάγιες εθνικές θέσεις, αλλά και δεν υιοθετεί μια καταγγελτική ρητορική σε βάρος της Τουρκίας, αυτοπεριορίζεται όμως, σε μια μετριοπαθή στάση, στέλνοντας έτσι και ένα μήνυμα στην διεθνή κοινότητα, ότι η Ελλάδα δεν είναι το πρόβλημα, αλλά η λύση, αρκεί αυτή να αναζητηθεί στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου. Η Κυβέρνηση θα εστιάσει το διάλογο, σε θέματα που μπορεί να αποδειχτούν ωφέλιμα και για τις δύο χώρες. Ουσιαστικά θέματα, παρότι χαρακτηρίζονται ως θέματα χαμηλής πολιτικής, που υπό προϋποθέσεις μπορούν να συμβάλουν, στο μέτρο του εφικτού, στην εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ασφαλώς, υπάρχει ένα θετικό κλίμα σχετικά με την πρόοδο των ελληνοτουρκικών, που «πιστοποιείται» στο Αιγαίο, όπου εδώ και 11 μήνες δεν υπάρχουν παραβιάσεις του Εθνικού μας εναέριου χάρου, ούτε υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά, μαχητικών αεροσκαφών και drones της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας. Είναι γεγονός, ότι διαπερνά κάθετα το πολιτικό σύστημα της χώρας, ασφαλώς με τη συνεπικουρία προβεβλημένων Πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων, αναλυτών και βουλευτών όλων των πολιτικών κομμάτων, πλην ίσως της ακροδεξιάς αλλά για λόγους μάλλον πατριδοκαπηλείας, η άποψη ότι η Ελλάδα δεν έχει σε όλα το δίκιο με το μέρος της, στα ελληνοτουρκικά προβλήματα.
Και εφόσον η χώρα μας προβεί σε κάποιες σχετικά ανώδυνες υποχωρήσεις, θα εξασφαλιστεί η ηρεμία στο Αιγαίο και οι δύο γειτονικές χώρες θα μπορέσουν να συνεργαστούν σε κρίσιμους τομείς για την οικονομία, όπως ο τουρισμός. Επισημαίνουμε ότι, επί Πρωθυπουργίας Κ. Σημίτη έχουμε τη συμφωνία της Μαδρίτης, με την οποία ο Έλληνας πρωθυπουργός συνομολόγησε ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο, που σχετίζονται με την Ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της γείτονος χώρας. «Σεβασμός στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της», αυτά και άλλα περιλαμβάνει η συμφωνία της Μαδρίτης, που υπογράφτηκε τον Ιούλιο του 1997 μεταξύ του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και του Τούρκου προέδρου Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, υπό τη άγρυπνη επίβλεψη της Αμερικανίδας υπουργού εξωτερικών Μ. Ωλμπράιτ, μία συνάντηση που έγινε στον απόηχο της τεταμένης κατάστασης στο Αιγαίο και αφού ενάμιση χρόνο πριν είχε συμβεί η κρίση των Ιμίων, όπου για πρώτη φορά γινόταν λόγος για «γκρίζες» ζώνες στο Αιγαίο. Με βάση αυτή τη συμφωνία η Τουρκία ζητά την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου.
Επισημαίνουμε με αρωγό την αδιάψευστη πραγματικότητα ότι: Από το 1974 με την στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και κυρίως μετά το 1996 (ΙΜΙΑ), η Τουρκία έναντι της Ελλάδας ακολουθεί συστηματικά μια αναθεωρητική και επεκτατική πολιτική, από την οποία δεν υποχωρεί ούτε σπιθαμή. Αμφισβητεί το κυριαρχικό καθεστώς των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και απειλεί με πόλεμο, αν η Ελλάδα αποφασίσει να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, όπως δικαιούται να πράξει σε βάση το Δίκαιο της Θάλασσας (1982). Το διακύβευμα για την Ελλάδα είναι θεμελιώδες, διότι η τουρκική αναθεωρητική πολιτική στρέφεται κατά των ζωτικών της συμφερόντων. Δυνητικά την αποκόπτει από την Ανατολική Μεσόγειο, της αρνείται κάθε δικαίωμα σε θαλάσσιες ζώνες ανατολικά του 25ου μεσημβρινού και ουσιαστικά υπάγει τα ελληνικά νησιά στη θαλάσσια δικαιοδοσία της Τουρκίας. Ουσιαστικά καθιστά την Ελλάδα «δορυφόρο» της Τουρκίας, εφαρμόζοντας της αρχές της εξαναγκαστικής διπλωματίας, με την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας. Η πολιτική Ερντογάν, προβάλει το ιδεολόγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας», δηλαδή την νεοοθωμανική ατζέντα και μεθοδεύει την επανάκαμψη της Τουρκίας σε γεωγραφικούς χώρους όπου ηγεμόνευε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η «Γαλάζια Πατρίδα» καλύπτει ιδεολογικά το casus belli και εντάσσεται στις ερντογανικές διακηρύξεις για τον «αιώνα της Τουρκίας», που αποτελεί την επιτομή του τουρκικού εθνικισμού. «Δεν υποχωρούμε. Θα υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας στη “Γαλάζια Πατρίδα”», δήλωσε ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Yaşar Güler.
Πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ