Oλο και λιγότερο προσιτή αναδεικνύεται η στέγαση για τους κατοίκους της Ελλάδας.
Αυτό καταγράφεται στη μελέτη που υπογράφουν οι Νικόλαος Βέττας, Γιώργος Γατόπουλος, Αλέξανδρος Λουκά, Αντώνης Μαυρόπουλος και Σωτήριος Σαπέρας, η οποία φιλοξενείται στο τελευταίο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τραπέζης της Ελλάδος.
Μια μελέτη που επιβεβαιώνει με ηχηρό τρόπο τη σκληρή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες στη χώρα.
Μάλιστα, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σε σύγκριση με το 2018, με σχεδόν το 1/3 των νοικοκυριών να δαπανά πλέον πάνω από το 40% του εισοδήματός του για την κάλυψη αυτής της βασικής ανάγκης.
Μπροστά σε όλα αυτά, η κυβέρνηση επιχειρεί συνεχώς με αναποτελεσματικά μέτρα και εξαγγελίες να αλλάξει τις εντυπώσεις.
Πριν από περίπου έναν μήνα, παρουσίασε καθυστερημένα, αποσπασματικά και υπό σχεδίαση μέτρα στην πλατφόρμα stegasi.gov.gr με 43 δράσεις, η οποία αποκαλύπτει τη γύμνια του κυβερνητικού έργου. Όπως προκύπτει το 30% της «κοινωνικής αντιπαροχής» θα διατεθεί για κοινωνική κατοικία, τα υπόλοιπα θα «ταΐσουν» το real estate.
Οι συνθήκες που ωθούν τις τιμές και οι χαμηλές δημόσιες δαπάνες
Όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς της μελέτης, τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα της Eurostat, για το 2023 αποκαλύπτουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη δυσχερέστερη θέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με το πόσο προσιτή είναι η στέγαση.
Αναφέρεται επίσης ότι σε συνθήκες ανόδου των τιμών των ακινήτων και του κόστους ενέργειας και υψηλού κόστους δανεισμού, το στεγαστικό κόστος αυξάνεται σταδιακά, καθιστώντας τη στέγαση ακόμη λιγότερο προσιτή για τα εγχώρια νοικοκυριά.
Ταυτόχρονα, υπογραμμίζεται οι δημόσιες δαπάνες για στέγαση, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι για το 2022 από τις χαμηλότερες μεταξύ των κρατών-μελών, γεγονός που αναδεικνύει την πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη σε αυτό το φλέγον ζήτημα.
Οι επιπτώσεις
Όπως τονίζεται, ο συνδυασμός των παραπάνω συγκυριών αναδεικνύει τη σημαντικότητα του ζητήματος της προσιτότητας της στέγασης, καθώς οι αυξημένες δαπάνες των νοικοκυριών για στέγαση έχουν άμεσες κοινωνικές και οικονομικές επιδράσεις.
Αφενός, τα ελληνικά νοικοκυριά καλούνται να προσαρμόσουν τα καταναλωτικά τους πρότυπα, δεδομένου ότι η ζήτηση στέγασης είναι γενικά ανελαστική.
Αφετέρου, δυσχεραίνεται η συσσώρευση πλούτου μέσω αποταμιεύσεων, γεγονός που έχει άμεσες επιδράσεις στις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, αλλά και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία δαπανούν το 40% ή άνω του διαθέσιμου εισοδήματός τους για να καλύψουν το κόστος στέγασης και ως εκ τούτου δεν διαθέτουν πρόσβαση σε προσιτή στέγαση, σύμφωνα με την μελέτη είναι υψηλότερο στις αστικές περιοχές σε σχέση με τις ημιαστικές και αγροτικές περιοχές.
Μια κύρια διαφορά είναι η διάρθρωση των νοικοκυριών ανά καθεστώς ενοίκησης (ιδιόκτητη ή μισθωμένη κατοικία), καθότι οι ενοικιαστές είναι περισσότεροι στις αστικές περιοχές από ό,τι στις ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές.
Σε επίπεδο περιφερειών, αλλά και για τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα, το ποσοστό υπερεπιβάρυνσης από το κόστος στέγασης παρουσιάζει μεγαλύτερες διακυμάνσεις από το διάμεσο ποσοστό δαπανών για στέγαση, υποδηλώνοντας ότι η δυσχερέστερη πρόσβαση σε προσιτή στέγαση μπορεί να επηρεάσει και την εισοδηματική ανισότητα.
Συγκεκριμένα, σε περιοχές όπως το Νότιο Αιγαίο, η Ήπειρος, η Αττική, η Θεσσαλονίκη και η Κεντρική Μακεδονία παρατηρούνται τα υψηλότερα ποσοστά νοικοκυριών χωρίς πρόσβαση σε προσιτή στέγαση.
Τα αποτελέσματα αυτά, σε συνάρτηση με την εξέλιξη του κόστους στέγασης αλλά και του διαθέσιμου εισοδήματος, υποδηλώνουν ότι η άνοδος του ενεργειακού κόστους και οι δομικές αλλαγές στη σύνθεση των νοικοκυριών ως προς το καθεστώς ενοικίασης είναι από τους βασικούς παράγοντες που συνέβαλαν στη μείωση της προσιτότητας μεταξύ των δύο γύρων της έρευνας, αλλά και στη γεωγραφική ετερογένεια.
Τα περιγραφικά αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι το ζήτημα της προσιτότητας της στέγασης:
- σχετίζεται με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της κατοικίας, το οποίο παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση ανά περιφέρεια – με βάση το εύρημα ότι και στους δύο γύρους της έρευνας περίπου το 60% των νοικοκυριών που ενοικιάζουν δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη των στεγαστικών του αναγκών
- πλήττει εντονότερα τα νεαρότερα νοικοκυριά
- οξύνεται όταν ο επικεφαλής του νοικοκυριού είναι άνεργος
- σχετίζεται με την οικογενειακή κατάσταση, όπως επίσης και με το μέγεθος του νοικοκυριού.
πηγή: efsyn.gr