Τα thrift stores, όπως είναι ευρύτερα γνωστά τα καταστήματα δηλαδή μεταχειρισμένων ρούχων φαίνεται να κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος στην αγορά καθώς πέραν των οικονομικότερων λύσεων που προσφέρουν για την ένδυση είναι επίσης και μια ηθική-οικολογική επιλογή.
«Αποκτάς ένα αντικείμενο πιθανόν μοναδικό, το οποίο κουβαλάει και αυτό τη δική του ιστορία» λέει η Χρυσάνθη Ρουσσάκη, η οποία έχει τη δική της σελίδα για αγοραπωλησίες μεταχειρισμένων προϊόντων, με τη 19χρονη Μαρία Άγγου να συμπληρώνει πως πρόκειται πρωτίστως για μια απόφαση που έχει να κάνει με το πώς βλέπει κανείς τη συμβολή του στην καταπολέμηση του φαινομένου της «γρήγορης μόδας» που επιβαρύνει το περιβάλλον.
Με την έννοια «γρήγορη μόδα» περιγράφεται η παραγωγή ρούχων σωρηδόν με φθηνές τιμές και υψηλούς ρυθμούς παραγωγής αφού πλέον η κολεξιόν αλλάζει όχι ανά εποχή αλλά …ανά εβδομάδα! Το αποτέλεσμα της ακατάπαυστης δημιουργίας ρούχων για πώληση έχει ως αποτέλεσμα πολύ μεγάλο ποσοστό αυτών να καταλήγουν σε χωματερές αφού αν δεν αγοραστούν έγκαιρα, θεωρούνται ξεπερασμένα. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Κένυα κατέληξαν το 2021, 900 εκατ. κομμάτια ρούχων, με τα 150 εκατ. εξ αυτών να προέρχονται μόνο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την έρευνα Trashion Report του Changing Markets. Η Κένυα αν και αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες αγορές με μεταχειρισμένα ρούχα, δεν μπορεί να απορροφήσει τα ρούχα που έρχονται σε τόσο μεγάλο όγκο. Το 20-50% των ρούχων που έρχονται σε δέματα είναι λερωμένα και σε πολύ άσχημη κατάσταση, με αποτέλεσμα να καταλήγουν να καίγονται ή να θάβονται στις τεράστιες χωματερές ανά τη χώρα, που πολλές φορές βρίσκονται δίπλα σε ποτάμια.
«Μπορεί κάποιος να πει ότι δεν τον ενδιαφέρει τι συμβαίνει στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, εμένα όμως με θλίβει. Δεν μπορεί κάποιος συνειδητά να παίρνει την απόφαση να αγοράσει από αυτές τις εταιρείες, ενώ ξέρει τι αντίκτυπο έχει αυτή του η κίνηση. Εν τέλει γιατί να δημιουργούνται παραπάνω ρούχα ενώ υπάρχουν ήδη δισεκατομμύρια;», επισημαίνει η νεαρή φοιτήτρια, που φαίνεται να σκέφτεται -όπως και πολλοί άλλοι στην ηλικία της- τον αντίκτυπο που έχουν οι πράξεις τους ακόμα και αν δεν επηρεάζουν άμεσα τους ίδιους.
«Κάθε φορά που κάποιος επιλέγει να στηρίξει μια μικρή επιχείρηση κόντρα στις μεγάλες κερδοσκοπικές εταιρείες βάζει ένα λιθαράκι να έρθουμε πιο κοντά στην έννοια της βιώσιμης μόδας», συμπληρώνει η Χρυσάνθη Ρουσσάκη. Με την αύξηση του κόστους ζωής, η συνήθεια να αγοράζει συχνά κανείς ρούχα υποκύπτοντας στο γνωστό …«shopping therapy» φαντάζει μακρινό παρελθόν για μερικούς, ενώ για τους περισσότερους κάτι που συμβαίνει μόνο σε ταινίες. «Με τις αυξήσεις των τιμών, ο κόσμος δεν μπορεί να συνεχίσει να αγοράζει ρούχα με τον ίδιο ρυθμό και εξοργίζεται με την κερδοσκοπία που κυριαρχεί στην αγορά της μόδας, ως εκ τούτου αγοράζουν από μαγαζιά με μεταχειρισμένα ρούχα, επιλέγοντας την ηθική λύση, που τις περισσότερες φορές είναι και η πιο ποιοτική», υποστηρίζει η κ. Ρουσσάκη, η οποία αποφάσισε να μπει στον χώρο της αγοραπωλησίας μεταχειρισμένων ρούχων, όταν ένιωσε πως κάποια ρούχα δεν την εξέφραζαν πλέον και ήθελε να τους βρει ένα σπίτι.
Δεν είναι, όμως, μόνο ο οικονομικός ή ο ηθικός παράγοντας που ωθεί κάποιον στην αγορά μεταχειρισμένων ρούχων αλλά ενίοτε και η επιθυμία για την έκφραση της διαφορετικότητας. Οι μεγάλες εταιρείες παράγουν μαζικά -σε γενικό πλαίσιο- το ίδιο στυλ ρούχων, γεγονός που μοιάζει να «πνίγει» μερίδα των νέων, που τους αρέσει η δημιουργικότητα και η διαφορετικότητα, χωρίς όμως να θυσιάζουν υπέρογκα ποσά για την απόκτηση μοναδικών ρούχων.
ΠΗΓΗ: AΠΕ-ΜΠΕ