Μετά από έναν χρόνο αναβολής λόγω πανδημίας, ανοίγει στις 24 Σεπτεμβρίου για το κοινό, η Μπιενάλε της Αθήνας ECILPSE (Έκλειψη), τηρώντας τα υγειονομικά πρωτόκολλα για τους επισκέπτες και τους εργαζομένους.
Η έβδομη έκδοση της αθηναϊκής Μπιενάλε ενεργοποιεί με τις εκθέσεις της τρία εγκαταλειμμένα κτίρια-τοπόσημα του κέντρου της Αθήνας, όπως άλλωστε συνηθίζει ο θεσμός από την ίδρυση του εδώ και μια δεκαπενταετία. Φέτος, η Μπιενάλε πραγματοποιείται στο πρώην Εμπορικό Κέντρο FOKAS (στη συμβολή Σταδίου και Γεωργίου Σταύρου), στα πρώην Δικαστήρια Σανταρόζα με την Πλατεία Δικαιοσύνης και στο Μέγαρο Σλήμαν-Μελά. Συνολικά, 15.000 τ.μ. μετατρέπονται σε χώρο πολιτιστικών ζυμώσεων με εκπροσώπηση καλλιτεχνών που ζουν στο περιθώριο της πολιτείας, διεκδικώντας με ορμή ίσες ευκαιρίες στην κοινωνία και τον πολιτισμικό διάλογο, όπως αυτός διαμορφώνεται διεθνώς. Συμμετέχουν 80 ανερχόμενοι και καταξιωμένοι καλλιτέχνες από τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, την Καραϊβική, την Αφρική και την Ευρώπη και 32 νέες παραγωγές και πρεμιέρες.
Tην 7η Μπιενάλε συνεπιμελούνται ο Αμερικανός, με καταγωγή από την Γκάνα, Λάρυ Οσέι-Μενσά και οι Omsk Social Club υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του διευθυντή της Μπιενάλε Poka-Yio, ο οποίος έχει ενταχθεί στην δημιουργική ομάδα του Ιδρύματος Ωνάση. Στρατηγικός εταίρος της 7ης διοργάνωσης είναι η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Γνώριμος θεατής της Μπιενάλε της Αθήνας, ήδη από τα πρώτα χρόνια της διοργάνωσης, ο υφυπουργός αρμόδιος για θέματα Σύγχρονου Πολιτισμού, Νικόλας Γιατρομανωλάκης, έδωσε σήμερα το «παρών» στη συνέντευξη Τύπου της 7ης Μπιενάλε.
«Η προσέγγιση της φετινής Μπιενάλε με πολλούς καλλιτέχνες από διάφορα μέρη, ουσιαστικά δίνει έναν χαρακτήρα στην Αθήνα τον οποίο γνωρίζουμε ότι διαθέτει» είπε ο Ν. Γιατρομανωλάκης. «Παρότι ευρωπαϊκή πόλη, η Αθήνα δεν έχει το βάρος της αποικιοκρατίας του παρελθόντος κι αυτό της δίνει μια ελευθερία να συζητά τέτοια θέματα. Επίσης, παρότι μεσογειακή, δεν έχει το στίγμα του οριενταλισμού που κι αυτό της δίνει μια δυνατότητα συζήτησης. Χωρίς να είναι λευκός καμβάς, αυτή η πόλη θεωρώ ότι δίνει χώρο και χρόνο να διαμορφωθούν νέες συζητήσεις και νέα αφηγήματα. Εφέτος αυτό κάνει η Έκλειψη».
«Ζητήματα κι ερωτήματα για το πώς ορίζουμε το καλλιτέχνημα και το καθεστώς του καλλιτέχνη, είναι μια μεγάλη συζήτηση που αναπτύσσεται στην Ευρώπη, δεν είναι φιλοσοφικό ερώτημα. Έχει να κάνει με το εργασιακό καθεστώς, με τους όρους που γίνεται η καλλιτεχνική παραγωγή στις μέρες μας» συνέχισε ο ίδιος. «Η στήριξη του υπουργείου Πολιτισμού στην Μπιενάλε δεν είναι κάτι τυχαίο» πρόσθεσε. «Η ενδυνάμωση του κλάδου σ’ αυτό το νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται και αφορά, όχι μόνο στο πώς θα επιβιώσουν οι άνθρωποι του κλάδου, αλλά και πώς θα μπορέσουν να αναπτυχθούν και να μεγιστοποιήσουν τις δυνατότητες και φυσικά ένα νέο αφήγημα για τον ελληνικό σύγχρονο πολιτισμό, είναι για το ΥΠΠΟ, μέρος αυτής της στρατηγικής και του οραματισμού».
«Εμείς όλοι στον δήμο Αθηναίων, έχουμε πολύ μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό που επιτέλους ξανασυναντιόμαστε» ανέφερε χαιρετίζοντας τα εγκαίνια της Μπιενάλε, ο δήμαρχος Αθηναίων, Κώστας Μπακογιάννης. «Κι αυτό το ‘έξω’ που έχουμε επιτύχει , με πλήρη συναίσθηση της ανάγκης να τηρήσουμε όλα τα υγειονομικά μέτρα και πρωτόκολλα είναι κάτι που το περιμέναμε εδώ και πάρα πολύ καιρό». Πρόκειται όπως είπε «για για μια ευκαιρία της πόλης να επανασυστηθεί, όχι μόνο με τον έξω κόσμο, αλλά και μ’ εμάς τους ίδιους, με το μέσα μας. Ακούμε συχνά ότι η Αθήνα είναι το νέο Βερολίνο, συνέχισε. «Η Αθήνα δεν είναι το νέο Βερολίνο, η Αθήνα είναι η νέα Αθήνα. Κι είναι εξίσου υπερήφανη για το αρχαίο της μεγαλείο, το αρχαίο της κλέος, όσο είναι περήφανη για τον σύγχρονο, δυναμικό της εαυτό. Είναι μια μητρόπολη, μια πύλη της παγκοσμιοποίησης. Είναι απολύτως ξεκάθαρο, πως αυτή είναι η στιγμή της Αθήνας. Όπως ήταν η στιγμή της Λισαβόνας πριν δέκα χρόνια, του Βερολίνου πριν είκοσι ή της Βαρκελώνης πριν τριάντα. Αυτή είναι η δεκαετία της Αθήνας και όλοι είστε αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της Αθήνας» είπε ο κ. Μπακογιάννης.
Για την Αφροδίτη Παναγιωτάκου, διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, «καλούμαστε αυτή τη στιγμή να δώσουμε μια εικόνα της Αθήνας που πρέπει να είναι δημοκρατική, να είναι ανοιχτή να δέχεται και, κυρίως, να αναγνωρίζει την παρουσία ανθρώπων που αυτή τη στιγμή είναι αόρατοι. Με δράσεις όπως η ECLIPSE της Μπιενάλε της Αθήνας, είπε η κ. Παναγιωτάκου «θέλουμε να δώσουμε μια συμπυκνωμένη εικόνα του κόσμου που ζούμε, για να αντιληφθούμε πού βρισκόμαστε. Να ενοχλήσουμε ως «σωκρατική μύγα» εκείνους που θέλουν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν την ασφάλεια της ουδετερότητας. Και να πούμε ότι τελικά, χίλιες φορές να πληρώνουμε το κόστος της ελευθερίας παρά το κόστος της ασφάλειας».
Ψυχή της Μπιενάλε της Αθήνας, o Poka-Yio, «μεγάλωσε» καλλιτεχνικά στην δεκαετία του ’90, εποχή που όπως θυμάται «ανεξάρτητοι επιμελητές, καλλιτέχνες, άνθρωποι σε θέσεις-κλειδιά, οι αρχές, έφεραν μια ηττοπάθεια ότι το πολιτιστικό μας προϊόν είναι υποδεέστερο και δεν ενδιαφέρει, δεν συσχετίζεται με το κέντρο της Ευρώπης». Από την εμπειρία του, οι πρώτες Μπιενάλε έσπασαν αυτό το στερεότυπο. Στο μεταξύ, πολλοί καλλιτέχνες έχουν μετοικήσει στην Αθήνα, κάτι τους καλεί εδώ. «Η Μπιενάλε είναι ένα εργαστήριο σκέψης και ιδεών, όπως είπε και «πολλοί έρχονται εδώ να βρουν μια απάντηση στα ζητήματα που ταλανίζουν πλέον ολόκληρη την Δύση. Η Ευρώπη γίνεται κάτι σαν μουσείο, ζει με τις αξίες και τις αρχές του παρελθόντος και δεν μπορεί να παραγάγει πολιτισμό στον βαθμό που έκανε στο παρελθόν. Αντίθετα, η εισροή προσφύγων και μεταναστών, οι οποίοι δεν έχουν ακόμα τοποθετηθεί στην Αθήνα και στην Ελλάδα με τον τρόπο που τους αξίζει, άτομα που έχουν κινδυνεύσει να βρεθούν εδώ και ζουν στο περιθώριο, παρίες, φέρουν τον δικό τους πολιτισμό, αλλά εμείς δεν τους αποδεχτήκαμε ακόμα. Αυτές οι φωνές του περιθωρίου αναδύονται στην Μπιενάλε με την βοήθεια των συνεπιμελητών».
Πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ