Ως μια χώρα από τις πλέον γερασμένες χαρακτηρίζεται η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με το 23% του πληθυσμού της να είναι άνω των 65 ετών.
Τα στοιχεία που παρουσιάζει ο διευθυντής Ερευνών στο ΙΔΕΜ Βύρωνας Κοτζαμάνης, με αφορμή την αυριανή Παγκόσμια Ημέρα των Ηλικιωμένων είναι αποκαλυπτικά.
«Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η διεθνής αυτή ημέρα περνάει συνήθως σχεδόν απαρατήρητη παρόλο που η γήρανση προβληματίζει ιδιαίτερα καθώς ενώ ο συνολικός πληθυσμός μας αυξήθηκε κατά 39% ανάμεσα στις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας και σήμερα, οι 65 ετών και άνω αυξήθηκαν 4,6 φορές (από 520 χιλ. σε 2,4 εκατομμύρια) ενώ οι 85 ετών και άνω πολλαπλασιάστηκαν επί 20 (600 χιλ. σήμερα έναντι 30 μόλις χιλ. το 1951)».
Ταυτόχρονα, χαρακτηρίζεται και από έντονες χωρικές διαφοροποιήσεις καθώς το ποσοστό των 65 ετών και άνω κυμαίνεται από 12,6% (ελάχιστο, Π.Ε Μυκόνου) έως 33,9 % (μέγιστο, Π.Ε Ευρυτανίας).
Οδεύουμε, επομένως, σύμφωνα με τον ίδιο, προς έναν εκρηκτικό συνδυασμό «γήρανσης» και «υπεργηρίας» σε περισσοτέρους από 1 στους 4 Νομούς της χώρας μας, με αποτέλεσμα σύντομα (πολύ πριν το 2050) να έχουμε μια ομάδα όπου το 1/3 του πληθυσμού τους θα είναι 65 ετών και άνω, ενώ ταυτόχρονα το 1/4 εξ αυτών θα είναι «υπέργηροι».
Λαμβάνοντάς υπόψη δε ότι στις μετά το 1970 γενεές έχουμε μείωση της γαμηλιότητας και αύξηση τόσο των διαζυγίων όσο και του ποσοστού αυτών που δεν θα αποκτήσουν παιδιά θα έχουμε ένα διαρκώς αυξανόμενο πλήθος ατόμων που θα βρεθεί μετά τα 65 του με πολύ λίγα άτομα στο στενό του οικογενειακό περιβάλλον. Το κράτος προνοίας -και όχι η οικογένεια- θα κληθεί επομένως να καλύψει όλο και περισσότερο τις ανάγκες των ατόμων αυτών με δεδομένο ότι τα κόστη θα είναι αδύνατον να καλυφθούν από τους ιδίους .
Δεν είναι καθόλου τυχαίο δε ότι για το 2024 τα Ηνωμένα Έθνη επέλεξαν σαν κεντρικό θέμα της Διεθνούς Ημέρας των ηλικιωμένων το «Γήρανση με αξιοπρέπεια: Η σημασία της ενίσχυσης των συστημάτων υγείας και φροντίδας για τους ηλικιωμένους παγκοσμίως».
Η χειρότερη επιλογή συνίσταται, κατά τη γνώμη του στον εγκλωβισμό της κοινωνίας μας στις υπάρχουσες δομές και μηχανισμούς λειτουργίας, στους παρόντες μηχανισμούς σύλληψης και θεώρησης των «προβλημάτων», στην εμμονή στα ισχύοντα συστήματα αφαίρεσης κοινωνικών πόρων και αναδιανομής.
Η καλύτερη, σύμφωνα με τον ίδιο, συνίσταται στη διεύρυνση των ηλικιακών συνόρων, στη δημιουργία εναλλακτικών επιλογών ανάμεσα στην εργασία, τον ελεύθερο χρόνο και την εκπαίδευση στη διάρκεια των διαδοχικών κύκλων της ζωής, στη μερική κατάργηση των τειχών που διαχωρίζουν την ενεργή από τη μη ενεργή ζωή, στην ανάδειξη και αξιοποίηση του τεραστίου αποθέματος δυνάμεων και πόρων που κατέχουν τα άτομα της αποκαλούμενης ευσχήμως «τρίτης» ή ακόμη και «τέταρτης» ηλικίας». Συνίσταται, επίσης, στη δόμηση νέων πολιτικών, στην «επανεφεύρεση» της γήρανσης και στην αναδόμηση των θεσμών, στην αλλαγή των νοοτροπιών, στην αναθεώρηση της οπτικής γωνίας σύλληψης και προσέγγισης του «προβλήματος» και, τέλος, στη δυναμική, οργανωμένη εμφάνιση στο προσκήνιο των άμεσα ενδιαφερομένων που θα πάψουν να αποτελούν μόνον στατιστικές κατηγορίες.
Για να καταλήξει τονίζοντας:
«Η πρόκληση είναι παρούσα: Από τις λύσεις που θα δοθούν, θα κριθεί και στη χώρα μας αν ο κοινωνικός στιγματισμός, η περιθωριοποίηση των «ηλικιωμένων» -επάγωγο της έως σήμερα θεωρούμενης απουσίας «συλλογικής χρησιμότητάς» τους- θα αρθεί, εάν το κοινωνικό ρολόι θα προλάβει το βιολογικό, εάν η ανισορροπία ανάμεσα στις δύο βασικές συνιστώσες της γήρανσης (κοινωνική και δημογραφική) είναι δυνατόν να ανατραπεί.
Από τις επιλογές που θα γίνουν θα κριθεί επίσης, εάν «ευγενείς» δραστηριότητες (όπως η φροντίδα- θεραπεία) που θεωρούνται σήμερα ακόμη σε μεγάλο βαθμό ως μη «παραγωγικές» θα αποκτήσουν τη θέση που τους ανήκει, ώστε να δυναμιτίσουν την οικονομία του μέλλοντος σε συνδυασμό και με την αυξημένη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών για τους ηλικιακά μεγαλύτερους.
Οι τρόποι προσαρμογής μας στη γήρανση ποικίλλουν φυσικά και είναι άμεση συνάρτηση των πολιτικών που θα υιοθετηθούν και του χρόνου που θα έχουμε από τη στιγμή που θα αποφασίσουμε να δράσουμε.
Το ερώτημα όμως που βάσιμα δύναται να τεθεί είναι εάν οι προαναφερθείσες αναδιαρθρώσεις και ανακατατάξεις μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς -εκτός των άλλων- αλλαγές στο παραγωγικό μας μοντέλο και στους τρόπους παραγωγής και διανομής του συλλογικού πλούτου, αλλαγές που απαιτούνται εξαιτίας -εκτός των άλλων- και των δημογραφικών μας εξελίξεων.
Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα κριθεί και εάν η συλλογική και διαγενεακή αλληλεγγύη που όλοι επικαλούνται είναι μύθος ή πραγματικότητα…».