Επτά «αγκάθια» θα κληθούν να αντιμετωπίσουν κυβέρνηση και συνδικάτα στον επικείμενο διάλογο, με τη συμμετοχή των εργοδοτικών οργανώσεων, για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Πρόκειται για εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα με βαθιές ρίζες στη μνημονιακή περίοδο, το οποίο αγγίζει τον σκληρό πυρήνα της συνδικαλιστικής δράσης και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το εισόδημα, τα εργασιακά δικαιώματα και την ασφάλεια στην εργασια.
Η αποκατάσταση του δικαιώματος της συλλογικής διαπραγμάτευσης και των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, βρίσκεται στην προμετωπίδα της Γενικής Απεργίας που έχουν προκηρύξει τα συνδικάτα για τις 20 Νοεμβρίου, ενώ για την επίτευξη της η κυβέρνηση καλείται να ακυρώσει σειρά ακόμη και δικών της νομοθετικών παρεμβάσεων.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με εργατολόγους και συνδικαλιστικά στελέχη, για την ενίσχυση του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις στο 80%, όπως προβλέπει η σχετική κοινοτική οδηγία, θα πρέπει:
– Να πάψει η αναστολή της επέκτασης της εφαρμογής των κλαδικών και ομοιεπαγγελματικών συμβάσεων στο σύνολο των εργαζόμενων του κλάδου και του επαγγέλματος που ωθεί επιχειρήσεις να αποχωρούν από τις εργοδοτικές οργανώσεις ή και άλλες να υπογράφουν ατομικές συμβάσεις.
-Να σταματήσει η ενίσχυση των επιχειρησιακή συμβάσεων μέσω ενώσεων προσώπων εργαζομένων, “μια μορφή συλλογικής καρικατούρας χωρίς συνδικαλιστική προστασία” σύμφωνα με συνδικαλιστές, που οδηγεί σε συμφωνίες χωρίς αυξήσεις ή ακόμη και μείωση των μισθών.
-Να αυξηθεί ο χρόνος μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων σε περίπτωση λήξης ή καταγγελίας τους, ώστε να αποφεύγεται η αδρανοποίηση των κλαδικών συμβάσεων και η επιστροφή των εργαζομένων στους ατομικούς όρους εργασίας μόνο για τον βασικό μισθό και τα επιδόματα τέκνων, εκπαίδευσης, πολυετίας και επικίνδυνης εργασίας.
– Να περιοριστεί το ποσοστό των επιχειρήσεων και των εργαζομένων ενός κλάδου που θα πρέπει να εκπροσωπούν εργοδοτικές οργανώσεις και συνδικάτα προκειμένου να έχουν δικαίωμα υπογραφής συλλογικής σύμβασης, δεσμευτικής για ολόκληρο τον κλάδο.
– Να αποκατασταθεί το δικαίωμα των εργαζομένων για μονομερή προσφυγή στη διαιτησία (ΟΜΕΔ).
– Να σταματήσει η υποχρεωτική εγγραφή των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε ηλεκτρονικά μητρώα, προκειμένου να μην απωλέσουν το δικαίωμα της υπογραφής συλλογικών συμβάσεων.
– Να καταργηθούν οι διατάξεις, οι οποίες περιορίζουν τη δυνατότητα αντίδρασης των εργαζομένων κατά την προσπάθεια τους να διεκδικήσουν όρους και αμοιβές εργασίας, οι οποίες προβλέπουν κατασταλτικά μέτρα για τις απεργίες και παράλληλα την διευκόλυνση των επιχειρήσεων να λειτουργούν παρά την κινητοποίηση των εργαζομενων.
Εξάλλου, προσθέτουν οι ειδικοί στις εργασιακές σχέσεις, με βάση την εργασιακή πραγματικότητα ο κατώτατος μισθός τον οποίο προτάσσει σταθερά η κυβέρνηση (και χωρίς αμφιβολία απαιτείται η σημαντική αύξηση του), αποτελεί μόλις την αφετηρία των αποδοχών των εργαζομένων, καθώς οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας κλιμακώνονται ως εξής::
– Εθνική Γενική, η οποία μέχρι την εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων αφορούσε τα κατώτερα μισθολογικά όρια για τους εργαζόμενους ολόκληρης της χώρας.
– Κλαδικές, που αφορούν τους εργαζόμενους περισσότερων ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας.
– Εθνικές Ομοιοεπαγγελματικές οι οποίες αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος και των συναφών προς το επάγγελμα αυτό ειδικοτήτων όλης της χώρας.
– Τοπικές Ομοιοεπαγγελματικές, που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος ή και των συναφών ειδικοτήτων συγκεκριμένης πόλης ή περιφέρειας.
Οι κλαδικές, επιχειρησιακές και εθνικές ή τοπικές ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις δεν επιτρέπεται να περιέχουν όρους εργασίας δυσμενέστερους για τους εργαζόμενους από τους όρους εργασίας των εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων.
– Επιχειρησιακές, που αφορούν τους εργαζόμενους μιας εκμετάλλευσης ή επιχείρησης, οι οποίες ενισχύθηκαν κατά την μνημονιακή περίοδο συμπιέζοντας μισθούς και εργασιακά δικαιώματα.