Εσκεμμένη και με σαφείς προσωπικούς πολιτικούς στόχους, φαίνεται πως είναι η στάση του Βρετανού πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ ενάντια στον επαναπατρισμό των παρανόμως εξαχθέντων πολιτιστικών θησαυρών η οποία οδήγησε στην προχθεσινή, αψυχολόγητη και πρωτοφανή στα διπλωματικά χρονικά, ακύρωση της συνάντησής του με τον Έλληνα ομόλογό του, Κυριάκο Μητσοτάκη, με αφορμή την αναφορά του στο πάγιο ελληνικό αίτημα για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, στην Αθήνα.
Γιατί δεν είναι μόνον η Ελλάδα που διεκδικεί, εδώ και δεκαετίες, την επιστροφή στα πάτρια εδάφη των λεηλατημένων και κλεμμένων από τον Λόρδο Έλγιν γλυπτών αριστουργημάτων του Παρθενώνα αλλά και αρκετές ακόμη χώρες οι οποίες έχουν εκφράσει κατά καιρούς ανάλογα αιτήματα. Στα περισσότερα από αυτά όμως ο Βρετανός πρωθυπουργός εμφανίζεται κάθετα αντίθετος εκθέτοντας μάλιστα δημόσια τις διοικήσεις των βρετανικών μουσείων που πραγματοποιούν σχετικές συζητήσεις σε θετικό κλίμα και απογοητεύοντας την UNESCO, η οποία σε μια προσπάθεια επίλυσης των διενέξεων ανήγαγε, το 2021, το ζήτημα του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα, σε διακυβερνητικού χαρακτήρα που σημαίνει ότι αν υπάρχει πολιτική βούληση μπορεί να ικανοποιηθεί άμεσα το «δίκαιο», όπως το έχει επανειλημμένως χαρακτηρίσει ελληνικό αίτημα.
Ειδικά μάλιστα μετά την αποκάλυψη του πρόσφατου, μεγάλου σκανδάλου κλοπών στο Βρετανικό Μουσείο, για την οποία ο Ρίσι Σούνακ τήρησε σιγή ισχύος, οι πιέσεις για τον επαναπατρισμό πολύτιμων τεχνουργημάτων – κίνηση με την οποία συντάσσεται η παγκόσμια κοινή γνώμη αλλά και πάνω από το 50/% των Βρετανών πολιτών – έχουν ενταθεί όσο ποτέ. Ευρισκόμενος σε δεινή θέση εξαιτίας αυτών των πιέσεων ο Βρετανός πρωθυπουργός επιχειρεί να αμυνθεί διά της επίθεσης χρησιμοποιώντας ένα σημαντικό παγκόσμιο πολιτιστικό ζήτημα προκειμένου να κάνει επίδειξη ισχύος.
Το διαμάντι του βασιλικού στέμματος και τα Γλυπτά Amaravati της Ινδίας
Ο Ρίσι Σούνακ φαίνεται να αδιαφορεί ακόμη και για τα αιτήματα επιστροφής πολιτιστικών θησαυρών της Ινδίας, απ’ όπου έλκει την καταγωγή του. Ανάμεσα σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται τα Γλυπτά Amaravati, μια σειρά από 120 γλυπτά και επιγραφές που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο και προέρχονται από τον Μεγάλο Ναό του Amaravati, που ιδρύθηκε γύρω στο 200 π.Χ. και ήταν ένα από τα παλαιότερα, μεγαλύτερα και πιο σημαντικά βουδιστικά μνημεία στην αρχαία Ινδία. Τα γλυπτά αυτά τεχνουργήματα αποτελούνται από σκαλιστά ανάγλυφα πάνελ που δείχνουν αφηγηματικές σκηνές από τη ζωή του Βούδα, καθώς και βουδιστικά εμβλήματα και σύμβολα.
Από την Ινδία εξάλλου προέρχεται και το περίφημο διαμάντι Koh-I-Noor, ένα από τα μεγαλύτερα και παλαιότερα διεθνώς, που κοσμούσε το εντυπωσιακό στέμμα της βασίλισσας Ελισάβετ, στο σημείο του σταυρού. Το 105 καρατίων διαμάντι, που φέρεται να εξορύχτηκε από την Ινδία, μεταξύ 12ου-14ου αιώνα και να ζύγιζε πριν τον τεμαχισμό του 793 καράτια, κατασχέθηκε από την Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, μετά τη νίκη της στον Δεύτερο Πόλεμο Άγγλων και Σιχ, το1849, δόθηκε στη βασίλισσα Βικτώρια και από τότε αποτελε μέρος της συλλογής κοσμημάτων της βασιλικής οικογένειας της Αγγλίας.
Μετά τον θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ οι φωνές για τη επιστροφή του υπερπολύτιμου διαμαντιού δυνάμωσαν και πιθανότατα να ήταν αυτός ο λόγος που κατά την επίσημη τελετή στέψης του νέου βασιλιά Καρόλου, το συγκεκριμένο κόσμημα δεν χρησιμοποιήθηκε αλλά παράμεινε στο Jewel House, στον Πύργο του Λονδίνου, όπου μπορεί να το θαυμάσει το παγκόσμιο κοινό.
Η περίπτωση επαναπατρισμού πάντως του διαμαντιού Koh-I-Noor, που σημαίνει «Βουνό του Φωτός», είναι αρκετά πολύπλοκη καθώς, εξαιτίας του γεγονότος ότι κατά το μακρινό παρελθόν άλλαξε πολλά χέρια, διεκδικείται όχι μόνον από την Ινδία αλλά και από άλλες χώρες μεταξύ των οποίων το Πακιστάν, το Ιράν, το Μπαγκλαντές και το Αφγανιστάν.
Τα Χάλκινα του Μπενίν από τη Νιγηρία
Μια σειρά από τα σημαντικότερα τεχνουργήματα της Αφρικής, τα Χάλκινα του Μπενίν, τα περίφημα γλυπτά που χρονολογούνται από τον 13ο έως τον 16ο αιώνα και κοσμούσαν το άλλοτε βασιλικό παλάτι της Νιγηρίας, βρίσκονται επίσης στην Αγγλία, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στο Βρετανικό Μουσείο. Τα βρετανικά στρατεύματα κατέστρεψαν το 1987 το Βασίλειο του Μπενίν, λεηλατώντας και αρπάζοντας περίπου 200 χάλκινες πλάκες και άλλα 900 πολύτιμα αντικείμενα τα οποία στη συνέχεια πούλησαν.
Παρότι το Βρετανικό Μουσείο έχει αναγνωρίσει πως πρόκειται για αποκτήματα επιθετικής επέκτασης της αποικιακής εξουσίας είναι θετικό μόνον στο ενδεχόμενο του δανεισμού τους και όχι του επαναπατρισμού όπως εδώ και χρόνια ζητά Νιγηρία. Σε αντίθεση, τον Αύγουστο του 2022, ένα άλλο αγγλικό μουσείο, που δεν δεσμεύεται νομικά σχετικά με την διαχείριση των συλλογών του, επέστρεψε 72 κομμάτια από τα Χάλκινα που Μπενίν που κατείχε στις συλλογές του αναγνωρίζοντας πως πρόκειται για αντικείμενα που αποκτήθηκαν δια της βίας και περνώντας παράλληλα ένα ηχηρό παγκόσμιο μήνυμα.
Η Rosetta Stone της Αιγύπτου
Η Αίγυπτος συγκαταλέγεται επίσης στις χώρες που διεκδικούν την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών από την Βρετανία. Στην περίπτωση αυτή μήλον της έριδος αποτελεί η Στήλη της Ροζέττας ( Rosetta Stone), μια πέτρινη πλάκα από γρανοδιορίτη, που χρονολογείται τον 2ο π.Χ αιώνα, προέρχεται από τον ναό του Πτολεμαίου Ε’ του Επιφανούς και φέρει εγχάρακτη επιγραφή στην αιγυπτιακή και την ελληνική γλώσσα και αποτελεί το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών. Η πολύτιμη στήλη υφαρπάχθηκε από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη το 1799 για να κλαπεί στη συνέχεια από την Βρετανική Αυτοκρατορία, το 1801, μετά τη νίκη της επί των Γάλλων.
Και σε αυτή την περίπτωση είναι σαφές πως πρόκειται για σημαντικό πολιτιστικό αντικείμενο που αποκτήθηκε με πράξη λεηλασίας παρόλα αυτά το Βρετανικό Μουσείο, όπου εκτίθεται, επικαλείται την υπογραφή ενός Οθωμανού ναυάρχου, στη συνθήκη του 1801, ο οποίος φέρεται να συνεργαζόταν με τους Βρετανούς και να εκπροσωπούσε την Αίγυπτο την εποχή της επικράτησης του Οθωμανού Σουλτάνου.
Τα πολιτιστικά κειμήλια της Κίνας
Επιτακτικά όμως, ιδιαίτερα μετά την αποκάλυψη της μεγάλης κλοπής στο Βρετανικό Μουσείο, έχει τεθεί και το αίτημα την Κίνας για τον επαναπατρισμό των περισσότερων από 20,000 αντικειμένων κινεζικής ιστορίας και πολιτισμού που εκτίθενται σε αυτό. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο αφηγηματικός πίνακας, ζωγραφισμένος σε μετάξι, «Admonitions of the Instructress to the Court Ladies», ο οποίος χρονολογείται μεταξύ 400 και 700 μ.Χ. και θεωρείται ως ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα του κινεζικού πολιτισμού ενώ στη συλλογή του Βρετανικού Μουσείου συμπεριλαμβάνονται επίσης αγάλματα, ειλητάρια και άλλοι πολύτιμοι εθνικοί θησαυροί, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων λεηλατήθηκαν και εκλάπησαν από τους Βρετανούς, κατά τη διάρκεια της «αιματοβαμμένης, άσχημης και επαίσχυντη αποικιακή ιστορία του», όπως έχει γραφτεί χαρακτηριστά στα κινεζικά ΜΜΕ.
Πηγή Πρώτο Θέμα