Ο Εντοάρντο Σκαρφόλιο επισκέπτεται την Ακρόπολη περίπου έναν αιώνα μετά την πρώτη πράξη της βεβήλωσής της από τον Τόμας Μπρους, τον έβδομο κόμη του Έλγιν, εκείνον τον δραματικό Ιούλιο του 1801. Τώρα πια έχει ανατείλει για τα καλά ο 20ος αιώνας. Ο Ιταλός λόγιος παρατηρεί τις γυμνές ζωφόρους του Παρθενώνα. Δείχνει αποτροπιασμένος από το θέαμα των ακρωτηριασμένων γλυπτών που δεν κατάφερε να ξηλώσει ακέραια από τμήματα της ζωφόρου του μνημείου ο Βρετανός άρπαγας.
Δεν γνωρίζει πώς ακριβώς ήταν το μνημείο πριν τη βεβήλωσή του. Είναι όμως δεινός μελετητής της ελληνικής ιστορίας και όχι μόνον επειδή έχει παντρευτεί κατά το ήμισυ Ελληνίδα… «Εσκέφθη ποτέ κανείς τι θα ήταν σήμερα η Ελλάς χωρίς την ιστορία και την αρχαιολογία;» θα αρθρώσει στον συνοδό του επάνω στον βράχο και θα καταλήξει προφητεύοντας: «…(τον Έλληνα) καταδιώκει η σκέψις ότι η ληστρική αρπαγή έγινε όταν οι δυνάμεις του ευρίσκοντο στην υποταγή και τον ανησυχεί το γεγονός ότι ύστερα από τόσα χρόνια δεν υπάρχει η παρήγορη ελπίδα της επιστροφής […] Σε κάθε εποχή επανέρχεται το ερώτημα και είναι χρέος μας να το θέτουμε πάντοτε και παντού»!
Στις αρχαιότητες της Ελλάδας στραμμένο το ενδιαφέρον της Δύσης
Τόσο του Σκαρφόλιο, όσο και του Έλγιν έχει προηγηθεί μια μακρά περίοδος… αρχαιοελληνικής λατρείας από τη Δύση. Σύμφωνα με την Τόνια Α. Μανιατέα και το ΑΠΕ-ΜΠΕ από το 1680 και για έναν και πλέον αιώνα, πυκνώνουν οι επισκέψεις στην Ελλάδα ξένων μελετητών και οι αναλύσεις, οι εκτιμήσεις, οι λεπτομερειακές περιγραφές ελληνικών αρχαιοτήτων σε δυτικά κείμενα. Τα κανόνια του Μοροζίνι καταστρέφουν μνημεία του βράχου αλλά ταυτόχρονα εκτοξεύουν τη δημοτικότητά του στις συνειδήσεις των δυτικών αρχαιολατρών.
Το μεγαλύτερο τμήμα πληροφοριών και χαρτών περί τις ελληνικές αρχαιότητες το δεύτερο μισό του 18ου αι. προέρχεται από καταγραφές ξένων επισκεπτών. Η ελληνική κλασσική αρχαιολογία είναι σε πρώτη ζήτηση. Το υλικό που έχει συγκεντρωθεί, συγκροτεί πλέον μία ιδιαίτερα χρήσιμη τράπεζα πληροφοριών, που επιτρέπει στους ειδικούς να επιχειρήσουν φρέσκες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Οι δυτικοί λόγιοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, με αρχαιολογικό ενδιαφέρον, που αναλαμβάνουν χρέη διπλωματών στην Αθήνα, πέφτουν με τα μούτρα στη μελέτη των μνημείων της. Η Ακρόπολη είναι γι αυτούς ένα θεόσταλτο δώρο στην υπηρεσία της έρευνας. Ωστόσο, όλοι υπηρετούν τις… βουλές των κυβερνήσεών τους.
Αρκετοί βέβαια υποκύπτουν και στον πειρασμό των δικών τους φιλοδοξιών… Ο Θ.Ν. Φιλαδελφεύς περιγράφει: «… οι κυβερνήσεις παρήγγελον τοις πρεσβευτές να προμηθεύωνται ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ ΤΡΟΠΟΥ νομίσματα, αγάλματα και χειρόγραφα, προς πλουτισμόν των μουσείων και των βιβλιοθηκών. Οι φιλόμουσοι συλλέκται εξ υπερμέτρου ζήλου, οσάκις δεν ευκολύνοντο να λάβωσιν ολόκληρον το συληθέν άγαλμα, απέκοπτον την κεφαλήν, κατά την μαρτυρίαν αυτών των ιδίων, και άφηνον επί τόπου τον δυσκίνητον κορμόν…»! Η συγκεκριμένη επαίσχυντη μαρτυρία ανήκει στον Κορνέλιο Μάνι, συνοδό του Γάλλου πρεσβευτή, και αποτελεί ικανοποιητική ερμηνεία στο ερώτημα των αμέτρητων κεφαλών που κοσμούν δυτικές γλυπτοθήκες, ενώ στις ανασκαφές στο ελληνικό έδαφος βρίσκονται ακέφαλα ως επί το πλείστον αγάλματα.
Σε μια δραματική διαβάθμιση της αποψίλωσης των ελληνικών αρχαιοτήτων, η σκυτάλη περνάει στον κόμη του Αρουντέλ Τόμας Χάουαρντ, τον πρώτο μεγάλο ιδιώτη συλλέκτη έργων τέχνης στην Αγγλία. Αυτός οραματίζεται τη… μετακόμιση της αρχαίας Ελλάδας στη γηραιά Αλβιώνα! Προς τούτο χρησιμοποιεί όχι μόνον τους διπλωματικούς υπαλλήλους της αγγλικής κυβέρνησης, που βρίσκονται στην Τουρκία, αλλά και τους εμπόρους που ταξιδεύουν προς την Ελλάδα και έμμισθους συλλέκτες, που με επιτηδειότητα αρπάζουν έργα γλυπτικής και αρχαίες επιγραφές. Κοντά έναν αιώνα μετά, τα εξαχθέντα υπό του Χάουαρντ από το ελληνικό έδαφος θα βρεθούν καταγεγραμμένα σε εγχάρακτο χρονικό, που εντοπίσθηκε στην Πάρο.
Το ενδιαφέρον των αρχαιοδιφών για τον τόπο που γέννησε τον πολιτισμό εκδηλώνεται παντοιοτρόπως. Συστηματικά πλέον, δυτικοί μελετητές της ιστορίας εντοπίζουν, καταγράφουν και αποτυπώνουν θέσεις μνημείων. Το 1732 μάλιστα ιδρύεται η «Εταιρεία των Ερασιτεχνών», που προωθεί, εμπνέει και χρηματοδοτεί πολλές αποστολές ειδικού ενδιαφέροντος στον ελληνικό χώρο. Την Εταιρεία έχουν συστήσει Βρετανοί αρχαιόφιλοι και τα μέλη της είναι σημαντικοί φιλότεχνοι συλλέκτες, που λατρεύουν με θαυμαστή ειλικρίνεια το αρχαιοελληνικό πνεύμα.
Αλλά είναι κι άλλοι, πολλοί, που το ενδιαφέρον τους για την τέχνη και την ιστορία έχει άλλο πρόσημο… Είναι κι άλλοι πολλοί οι άρπαγες αυτής της εποχής που καταδικάζουν σε ξενιτεμό αναρίθμητα δείγματα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Ένας πληθυσμός υπόδουλος για αιώνες, που ονειρεύεται την πρώτη λεύτερη ανάσα, δεν έχει ούτε το μυαλό, αλλά ούτε και τη γνώση για να προστατεύσει τα δείγματα του πολιτισμού του. Λάτρεις και «λάτρεις» της αρχαίας Ελλάδας «οργώνουν» με την ανοχή, συχνά και τη συμμετοχή των Οθωμανών τοποτηρητών…
Στη δύση του 18ου αι. έρχεται η σειρά τού Τόμας Μπρους ή 7ου κόμη του Έλγιν, ή απλώς Έλγιν, όπως εντέλει έμεινε με μελανά χρώματα στην παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού.
Όταν το 1775 ο Χατζή Αλή Χασεκή γίνεται βοεβόδας της Αθήνας, η πόλη κατοικείται από περίπου 1500 οικογένειες Ρωμιών, 380 Τούρκων, 30 Αιθιόπων και 20 σιδηρουργών τουρκόγυφτων. Ο Χατζή Αλή είναι ο δεύτερος στη σειρά τοποτηρητής της πόλης, της οποίας −για κακή της τύχη− η προηγούμενη εμπειρία από βοεβόδα είναι θετική. Ο πρώτος, κάποιος μουσουλμάνος εκ Λιβαδιάς ορμώμενος, έχει μείνει στην ιστορία, ως «καλός», λόγω του ήπιου χαρακτήρα του. Τώρα έρχεται η στιγμή για τους κατοίκους της πόλης να γνωρίσουν τον εφιάλτη.
Για δύο συνεχείς δεκαετίες ο Χατζή Αλή Χασεκή υποβάλλει τους Αθηναίους σε βασανιστήρια. Απομυζά, κλέβει, σφάζει, απαγχονίζει… Όταν επιτέλους, το 1795 καταδικάζεται σε εξορία και θάνατο από τον μεγάλο βεζίρη, η Αθήνα παίρνει την πρώτη βαθιά ανάσα της ύστερα από είκοσι χρόνια. «1800 Φεβρουαρίου 18, χορέψαμε την αποκρηά» θα εντοπίσει εγχάρακτο μήνυμα σε στύλο του Ολυμπίου Διός ο ερευνητής, φιλόλογος Κωνσταντίνος Ζησίου, στο δεύτερο μισό του 18ου αι., εδραιώνοντας την πεποίθηση των ιστορικών μελετητών ότι εκείνη η Αποκριά ήταν η πρώτη που γιόρτασε ο πληθυσμός της πόλης, μετά την περίοδο της τυραννίας της από τον Χατζή Αλή Χασεκή.
Η Αθήνα απολαμβάνει την ελευθερία της και ουδόλως ασχολείται με τα τεκταινόμενα στον βράχο της Ακροπόλεως, όπου ένας Βρετανός διπλωμάτης διαπράττει έκτροπα σε βάρος του Παρθενώνα. Άλλωστε, η τελευταία εμπειρία των Αθηναίων από Ευρωπαίο λόγιο με αρχαιοελληνικό ενδιαφέρον είναι καλή και προέρχεται από τον επίσης Βρετανό ελληνολάτρη Τζον Τουέντελ, ο οποίος λίγο καιρό πριν, είχε αφιχθεί στην πόλη για να μελετήσει τα μνημεία της και είχε εγκατασταθεί στην οικία Λογοθέτη, στα ριζά του βράχου.
Ο Τουέντελ κατείχε την ελληνική ιστορία καλύτερα από αυτούς τους Έλληνες και καταγράφοντας και αποτυπώνοντας με περίσσια υπομονή κατάφερε να δημιουργήσει μία πολύτιμη συλλογή πληροφοριών περί τον αρχαιοελληνικό πλούτο. Ο χρονικογράφος Φιλαδελφεύς μάλιστα τον περιγράφει ως νέο «πεπαιδευμένον, ειδήμονα προσέτι και της ελληνικής μαθήσεως και μάλιστα της περί τους ποιητάς, είχε δε και άριστον χαρακτήρα του γράφειν ελληνιστί».
Ως νέο Τουέντελ, λοιπόν, αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της πόλης τον κόμη του Έλγιν, που έχει κάνει την εμφάνισή του το 1799 ως πρεσβευτής των Βρετανών στην Κωνσταντινούπολη κι εκείνος χωρίς να κρύβει το ενδιαφέρον του για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό κατορθώνει στην αρχή να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Ο χρονικογράφος Δημήτριος Γέροντας σημειώνει πως το 1799, μετά τον πρόωρο θάνατο του Τουέντελ μόλις στα 30 του χρόνια, ο Έλγιν διέταξε να του αποσταλεί προσωπικώς το σπουδαίο έργο τού συμπατριώτη του με τις απεικονίσεις των αρχαιοτήτων και των επιγραφών της Αθήνας. Όταν δε ρωτήθηκε, ο κόμης υποστήριξε ότι έστειλε τη συλλογή στον αδελφό τού αποθανόντος, πλην όμως εκείνος ουδέποτε την παρέλαβε… Αυτός ο τελευταίος μάλιστα κατήγγειλε τον Έλγιν ως «υπεξαιρέτη και άρπαγα» της πολύτιμης εργασίας του αδελφού του, κατηγορώντας τον ευθέως ότι −κατά τη γραφή του Δ. Γέροντα− «εκ δόλου την κατεκράτησεν στην αρχήν και την κατέστρεψεν αργότερα από απλήν αντιζηλίαν ή από φόβον ανακοινώσεως ειδήσεων, γύρω από τις αρχαιότητες των Αθηνών, οι οποίες δεν θα ήσαν καθόλου κολακευτικές παραβαλλόμενες προς τις μετέπειτα βεβηλώσεις του Έλγιν εις βάρος των ελληνικών, αρχαιολογικών θησαυρών»!
Ως «από τα απαισιότερα δια τον πολιτισμόν ολοκλήρου της ανθρωπότητος και της Ελλάδος ειδικώτερον» χαρακτηρίζει ο μέγας χρονικογράφος Ι. Μπενιζέλος στο Χρονικό του το έτος εμφάνισης του Έλγιν στην Αθήνα… Περιγράφει: «Περί τα τέλη του Ιουλίου του έτους των 1799, ο μυλόρδος Έλγιν, πληρεξούσιος πρέσβυς της Βρεταννίας παρά τη Οθωμανική Πόρτα, έστειλε εις Αθήνας τεχνίτας Ρωμάνους και Αναπολιτάνους δια να κατασκάψουν και να ερευνήσουν εις τα ενδόμυχα της γης δια μάρμαρα και κτίρια παλαιά και να κατεβάσουν από τον περίφημον εκείνον ναόν της Αθηνάς εκείνα τα αξιολογώτατα αγάλματα και ανδριάντας, τα οποία έδιδαν θάμβος και έκπληξιν εις όλους τους περιηγητάς […] δεν του εδόθη η άδεια…!»
Ένα προμελετημένο έγκλημα
Η αλήθεια είναι ότι ο Έλγιν είχε από μικρός εμμονή με τα γλυπτά κοσμήματα του Παρθενώνα… «Ήτο η πραγματοποίησις ευχής και πόθου, τον οποίον είχα διάπυρον από το δέκατον έκτον έτος της ηλικίας μου…» (!) θα εξομολογηθεί με ωμή ειλικρίνεια στον διάσημο Ιταλό γλύπτη Κανόβα, μετά την αρπαγή των αρχαιοτήτων του ναού της Αθηνάς. Λάτρης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού με έναν απολύτως στρεβλό τρόπο, εκείνον που συνδέεται με την επίπλαστη δόξα και το χρήμα, ο Βρετανός διπλωμάτης, στήνει νωρίς στο μυαλό του το σχέδιο απόκτησης του ελληνικού πλούτου.
Όλα αρχίζουν από μία συζήτηση με τον φίλο του, αρχιτέκτονα Τόμας Χάρισον, όταν ο Έλγιν πληροφορείται ότι πρόκειται να διορισθεί πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη. Ενθουσιασμένος από το νέο πόστο του φίλου του, ο Χάρισον δηλώνει στον Έλγιν πόσο θα συνέβαλε στην αναζωογόνηση των καλών τεχνών στην Αγγλία η εξασφάλιση εκμαγείων από τις αρχαιότητες της Αθήνας. «Η πρότασις αυτή του Χάρισον και τιμία ήταν και αβλαβής, στο νου όμως του Έλγιν, ο οποίος παιδικόν όνειρον είχε την απόκτησην των ελληνικών αρχαιοτήτων, μετεβλήθη σε ατιμωτικήν. Ο Έλγιν εβάδιζε πλέον στην εφαρμογή του δικού του σχεδίου…» θα παρατηρήσει στο Χρονικό του ο Δ. Γέροντας.
Αρχικά, υποβάλλει στη βρετανική κυβέρνηση την πρόταση του Χάρισον, προσβλέποντας στη συμμετοχή της στο έργο της εξασφάλισης των εκμαγείων… Εκείνη όμως, απασχολημένη με τους ναπολεόντιους πολέμους, την απορρίπτει ως άκαιρη. Ο Έλγιν δεν ενοχλείται. Η περιουσία του και η κοινωνική του θέση θα του επιτρέψουν να εκτελέσει μόνος το έργο που έχει στο μυαλό του. Θα αποτυπώσει (και όχι μόνον!) τα ανάγλυφα του μνημείου με τη βοήθεια ενός ικανού ζωγράφου, τον οποίο βρίσκει στο πρόσωπο του Τζιοβάνι Μπατίστα Λουσιέρι. Στην πραγματικότητα, ο Λουσιέρι και άσημος ζωγράφος είναι και αμφιβόλου ηθικής, αλλά είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται ο Έλγιν. Ο μισθός του ορίζεται στις 200 λίρες κατ΄ έτος, εκτός της διατροφής του. Την ομάδα συμπληρώνουν ο πολύπειρος ταξιδευτής Ανατολής και Ελλάδος, Γουίλιαμ Χάμιλτον, ο ιχνογράφος σπουδασμένος στη Γερμανία, Φιοντόρ Ιβάνοβιτς και οι γυψουργοί, ειδικευμένοι στην αποτύπωση εκμαγείων, Σεμπάστιαν Ιτάρ και Βιντσέντζο Μπαλέστρα. Αυτό που μένει τώρα είναι να εξασφαλίσει από τον Οθωμανό τοποτηρητή το φιρμάνι που θα του επιτρέπει να αποσπάσει αρχαία κομμάτια από τον χώρο της Ακροπόλεως. Θεωρητικώς, θα τα αφαιρέσει με προσοχή, θα τα μεταφέρει στο εργαστήριό του και εκεί θα δημιουργήσει τα εκμαγεία. Αν δεν εξασφαλίσει την άδεια του βοεβόδα, θα πρέπει να καταβάλλει πέντε χάρτινες αγγλικές λίρες ημερησίως, ποσό όχι ευκαταφρόνητο.
Οι μέρες περνούν, ο Έλγιν δεν εξασφαλίζει την άδεια αφαίρεσης των γλυπτών, αλλά δεν το βάζει κάτω… Φτάνει ως την Υψηλή Πύλη, βομβαρδίζοντάς την με επιστολές περί της «σπουδαιότητος του σχεδίου του, στην εκτέλεση του οποίου συναντά απαράδεκτες αντιδράσεις». Μάρτιος του 1801 και ο Έλγιν παραμένει με δεμένα χέρια… Ο Ιούλιος βρίσκει τον Βρετανό άρπαγα να πανηγυρίζει… Το έγγραφο ντροπής της Υψηλής Πύλης φέρνει την Αθήνα ο ιερωμένος, εκπρόσωπος και εφημέριος της αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, Φίλιπ Χαντ, ο οποίος εκ των υστέρων αποδεικνύεται ιδιαίτερα ένθερμος υποστηρικτής των βανδαλισμών του Παρθενώνα. Το φιρμάνι φτάνει στο κονάκι του βοεβόδα Αθηνών, υπογεγραμμένο από τον καϊμακάμη Σεχέδ Αμπντουλάχ:
«Σας γνωστοποιούμεν ότι ο ειλικρινής μας φίλος εξοχώτατος κ. Έλγιν μας εδήλωσε ότι παρήγγειλε σε πέντε ζωγράφους, οι οποίοι ευρίσκονται στα Αθήνας να εξετάσουν και λάβουν αποτυπώματα των αναγλύφων, τα οποία ευρίσκονται εκεί. Μας παρακάλεσεν λοιπόν ρητώς να εκδοθή από εδώ επίσημον έγγραφον, διατάσσον να μη διακοπή η εργασία των ούτε να προβάλη εμπόδια ο Δισδάρης (διοικητής της Ακροπόλεως) ή κανείς άλλος και να μην εμποδίσει κανείς αυτούς, αν θελήσουν να απαγάγουν μερικές πέτρες, οι οποίες να έχουν αρχαίες επιγραφές ή ανάγλυφα… Δι αυτό παραγγέλλομεν μόλις λάβετε την παρούσαν, να σπεύσετε να συμμορφωθήτε με τις αιτήσεις του ειρημένου πρεσβευτού, όσον καιρόν μείνουν οι πέντε καλλιτέχνες στας Αθήνας, να ασχολούνται αυτοί μέσα κι έξω από την Ακρόπολιν των Αθηνών, όπου είναι ο τόπος της εργασίας των ή θα στήνουν σκαλωσιές ή θα λαμβάνουν αποτυπώματα γύψινα των κοσμημάτων και αναγλύφων ή θα ανασκάπτουν, όπου νομίζουν αναγκαίον, τα θεμέλια δια ν΄ ανακαλύψουν επιγραφές μέσα στη γη, ούτε να τους εμποδίσει κανείς να παίρνουν κάθε πέτρα που έχει επιγραφές ή ανάγλυφον»!
Αυτό ήταν! Η αποκαθήλωση των αριστουργηματικών γλυπτών του Φειδία («μερικές πέτρες με επιγραφές ή ανάγλυφα»!), η απογύμνωση του ναού της Αθηνάς, και όχι μόνον, έχουν υπογραφεί!
Το πλιάτσικο ξεκινά αμέσως. Οι άνθρωποι του Έλγιν στήνουν στα γρήγορα σκαλωσιές γύρω από τον Παρθενώνα και αρχίζουν το ανόσιο έργο τους. Εφοδιασμένοι με εργαλεία όλων των ειδών, κυρίως όμως, με βαριοπούλες, σφυροκοπούν ανελέητα τα ακριβά γλυπτά της ζωφόρου του ναού, τα κοσμήματα που άνθρωποι και στοιχειά της φύσης σεβάστηκαν και διατήρησαν για αιώνες στη φυσική τους θέση, στην εστία τους. Οι βέβηλοι σύντομα καταλαβαίνουν ότι η αποκόλληση των μαρμάρων δεν είναι εύκολη υπόθεση και ότι εκείνες οι τεράστιες «πέτρες» δεν θα αφαιρεθούν ακέραιες από τον ναό. Έτσι προχωρούν σε κάτι αποτελεσματικότερο… Με λοστάρια και σφυριά ξηλώνουν τις παραστάσεις και τις πετούν στο έδαφος απ΄ όπου σπεύδουν όπως όπως να τις μαζέψουν σε κομμάτια οι συνεργάτες τους. Όσο δε για το Ερέχθειο, απ΄ όπου οι βάνδαλοι καταφέρνουν να αποσπάσουν μία Καρυάτιδα, ο ρασοφόρος με τη μαύρη ψυχή Χαντ σε απόλυτο παραλήρημα μηνύει στον αφέντη του: «Αν ευρίσκετο εις Πειραιά μέγα πολεμικόν πλοίον, θα ηδυνάμεθα ν΄ αποκομίσωμεν ολόκληρον το κομψόν εκείνο κτίσμα αντί μίας μόνο κόρης»!
«Ό,τι και να είπω περί της αξίας αυτών δεν αρκεί. Βέβαιος είμαι ότι ουδέν υπάρχει στον κόσμο πράγμα τέλειον ως αυτά» μηνύει από τη δική του πλευρά στον Έλγιν, ο Λουσιέρι, έχοντας μείνει έκθαμβος από το κάλλος των γλυπτών του Παρθενώνα.
Κατά τις πληροφορίες του προξενικού υπαλλήλου και ευεργέτη Ι. Γεννάδιου, 30 Εγγλέζοι ναύτες μετέφεραν επάνω σε κιλλίβαντα τα συντρίμμια από τα αποκολλημένα γλυπτά των μνημείων της Ακροπόλεως στην αυλή του προξένου της Αγγλίας Σπυρίδωνα Λογοθέτη. Όπως μάλιστα σημειώνει ο Δ. Γέροντας στην «Ιστορία των Αθηναίων», πληροφορία που μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα ήθελε τον επίσης καταγεγραμμένο ως αρχαιοκάπηλο των Αθηνών Γάλλο πρόξενο Φωβέλ να επιχειρεί με μια αφελή μέθοδο να ανακόψει την απομάκρυνση των γλυπτών από τον βράχο. Για την ακρίβεια, επειδή εκτός από κιλλίβαντα κατά τη μεταφορά χρησιμοποιήθηκε και ένα κάρο, λέγεται ότι άνθρωποι του Φωβέλ αφαίρεσαν τον ένα τροχό του, προκειμένου να εμποδίσουν την αρπαγή!
Αποψιλώνει τον Παρθενώνα και αποκόπτει τη μία Καρυάτιδα από τον οίκο της. Προσπαθεί μετά πείσματος και μανίας να ξηλώσει και αυτό το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη, το οποίο ευτυχώς διασώζουν οι Καπουτσίνοι μοναχοί στον προαύλιο χώρο των οποίων αυτό βρίσκεται. Επιχειρεί να αποσπάσει και το χορηγικό μνημείο του Θρασύλλου πάνω από το θέατρο του Διονύσου, αλλά καθίσταται αδύνατη η μεταφορά του. Αφαιρεί, ωστόσο, από το μνημείο το άγαλμα του Βάκχου. Η … χάρη του φτάνει ίσαμε τα ερείπια του αρχαίου ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνος στο Δαφνί, από όπου αφαιρεί τρεις ιωνικούς κίονες. Αρπάζει ό,τι μπορεί από τα αρχαία μνημεία στην Ελευσίνα, τη Νεμέα και την Τίρυνθα. Βάζει στο… μάτι ακόμα και τα ευρήματα των ανασκαφών στην αρχαία Ολυμπία, τα οποία ευτυχώς διασώζονται επειδή το κόστος μεταφοράς τους στην Αγγλία υπολογίζεται εξαιρετικά υψηλό. Ο άρπαγας Έλγιν βάζει φρένο στη βέβηλη δράση του όταν του τελειώνουν τα χρήματα. Επιχειρεί να βρει χρηματοδότες για τη συνέχιση της αφαίμαξης του τόπου, αλλά δεν τα καταφέρνει και σταματά.
Δύο χρόνια περιφερόταν όπου υπήρχε αρχαιολογικός πλούτος της κλασσικής Ελλάδας. Δύο χρόνια έκλεβε αντιμετωπίζοντας ασθενείς αντιδράσεις τόσο των τουρκικών Αρχών, όσο και των ταλαιπωρημένων Ρωμιών, που προσπαθούσαν να ανασάνουν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Ο Θ. Ν. Φιλαδελφεύς κάνει λόγο για «κάπως αθόρυβη, αλλά καθολική διαμαρτυρία του πληθυσμού των Αθηνών στις συνεχείς αυτές βεβηλώσεις». Ανίσχυροι οι Έλληνες να ορθώσουν το ανάστημά τους στον πλούσιο Βρετανό αξιωματούχο, θρηνούσαν μ΄ έναν θρήνο βουβό, που γίνηκε πόνος διαρκής, που γίνηκε θρύλος κι εθνική παράδοση.
Ο θρήνος της απαχθείσας Καρυάτιδας – Το μεγάλο ταξίδι του αποχωρισμού
Ήταν μια ποιητική έκφραση του πόνου του λαού. Όπως κάθε θρύλος. Κάθε οδυνηρό περιστατικό της ζωής, που γίνεται ελκυστική ιστορία της γιαγιάς προς το εγγόνι, διανθισμένη με το μεταφυσικό, που στοχεύει στο συναίσθημα. Κι έτσι η πληροφορία περνάει από γενιά σε γενιά. Έτσι διατηρείται. Έτσι έμεινε και η απαχθείσα Καρυάτιδα στη συλλογική μνήμη. Μ΄ έναν θρύλο. Μια πονεμένη ιστορία, που έδωσε ζωή στο άψυχο σώμα της. Μετά την απομάκρυνση του αγάλματος από το Ερέχθειο, οι Αθηναίοι, κάθε βράδυ άκουγαν το κλάμα των υπόλοιπων κορών του ναού, που θρηνούσαν τη χαμένη τους αδελφή. Έκλαιγαν γοερά και ο θρήνος τρύπωνε στ΄ αφτιά των κατοίκων της πόλης. Καλούσαν με τον δικό τους τρόπο τη χαμένη κόρη να επιστρέψει στο προγονικό της λίκνο.
Στο κλασικό του πλέον έργο «An essay on certain points of resemblance between the ancient and modern Greeks», που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1813, ο Βρετανός συγγραφέας Fred. Sylvester N. Douglas καταγράφει ό,τι έζησε ο ίδιος κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Αθήνα: «Αγράμματος τις υπηρέτης του Δισδάρη των Αθηνών με διαβεβαίωσεν ότι αφού έχασαν την αδελφήν, τα άλλα πέντε κορίτσια εξεδήλουν την λύπην των πληρούντα τον αέρα προς το εσπέρας με θλιβερούς αναστεναγμούς και θρήνους. Ότι αυτός ο ίδιος είχε ακούσει το παράπονον αυτό και πάντοτε συνεκινείτο τόσον, ώστε ηναγκάζετο ν΄ απέλθη του φρουρίου, έως ότου έπαυον. Και ότι η αρπαγείσα αδελφή δεν εκώφευεν εις τας φωνάς των, αλλ΄ απεκρίνετο με ομοίους θρήνους καταπλήσσουσα κατ΄ αυτόν τον τρόπον τους κατοικούντας εν τη κάτω πόλει, όπου την είχον αποθέσει»…
Έχουν κλείσει πλέον δύο έτη αρπαγής ακριβού εθνικού υλικού και ο Έλγιν χρειάζεται ένα πλοίο για να μεταφέρει τα κλοπιμαία.
Όπως διευκρινίζει στο έργο του «Ιστορία των Αθηνών επί Τουρκοκρατίας», ο Θ. Ν. Φιλαδελφεύς «… δυνάμει του φιρμανίου, απέσπασε 244 τμήματα αναγλύφων και αγαλμάτων, εξ ων 56 εκ του Παρθενώνος και επώλησεν εις την Αγγλικήν Κυβέρνησην αντί 35 χιλιάδων λιρών (το ποσόν πιστοποιείται και από τα πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας του έτους 1843). Τούτων τα εκμαγεία εφιλοδώρησεν η Αγγλική Κυβέρνησις εις την Ελλάδα φθίνοντος του έτους 1846»!
Τα αρχαία, λοιπόν, έχουν συσκευαστεί σε κιβώτια και περιμένουν στην αυλή του Λογοθέτη. Αλλά ο πόλεμος Αγγλίας – Γαλλίας μαίνεται και οι πλοιοκτήτες προτιμούν τα υψηλά ναύλα των σιτηρών και των άλλων προϊόντων που προορίζονται για τις εμπόλεμες ζώνες. Ο Έλγιν μανιάζει. Στο τέλος, αποφασίζει να αγοράσει δικό του πλοίο.
Το ιστιοφόρο με το όνομα «Μέντωρ» μπαίνει στο λιμάνι του Πειραιά ένα ειδυλλιακό γλυκοχάραμα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1802. Στην κουβέρτα του φορτώνονται γρήγορα γρήγορα 17 παραγεμισμένα κιβώτια και σχεδόν το σύνολο των συνεργατών του Έλγιν. Τρεις μέρες μετά, κατά τη διάρκεια σφοδρής θαλασσοταραχής, το βαρυφορτωμένο σκαρί πέφτει σε ξέρα έξω από το Τσιρίγο και βυθίζεται μαζί με το πολύτιμο φορτίο του. Παρά τις δυσκολίες στο ανόσιο έργο του, παρά τα εμπόδια και τα σημάδια του καιρού στη μεταφορά των κλοπιμαίων, παρά και το σχεδόν ακατόρθωτο της ανέλκυσης των βυθισμένων κιβωτίων, ο Βρετανός άρπαγας, ξοδεύοντας μία περιουσία, βρίσκει τρόπο δύο και πλέον χρόνια μετά το ναυάγιο να ανασύρει από τον βυθό τις ελληνικές αρχαιότητες και να τις πάρει μακριά από την εστία τους.
Ένας μωροφιλόδοξος αρχαιοκάπηλος, εμμονικός και ασυνείδητος, με στρεβλή αντίληψη περί την αξία της τέχνης, αρπάζει με βαρβαρότητα τον ανυπολόγιστης, στο βάθος των αιώνων, αξίας πλούτο ενός υπόδουλου βασανισμένου λαού, τον οποίο η ιστορική συγκυρία μιας αιώνιας υποδούλωσης καθιστά ανήμπορο να αντιδράσει στο έγκλημα. Ξένοι διανοητές, σύγχρονοι του βέβηλου, υψώνουν φωνή διαμαρτυρίας για το ανοσιούργημα σε βάρος του λαού που έδωσε στην ανθρωπότητα τα φώτα του Πολιτισμού. Μόλις 3 χρόνια μετά, ο Γάλλος μέγας φιλέλλην, λόγιος και πολιτικός Σατωβριάνδος σπεύδει καυτηριάσει με δριμύτητα την αρπαγή των γλυπτών και τον «βάναυσο» τρόπο με τον οποίο αυτά αποσπάστηκαν από την εστία τους και να παρατηρήσει με θλίψη: «Τα μνημεία των Αθηνών, ξερριζωμένα από τους τόπους, δια τους οποίους κατασκευάσθησαν, θα χάσουν όχι μόνον ένα μέρος της ομορφιάς τους αλλά και υλικώς θα μειωθούν στην ωραιότητα. Δεν είναι παρά το φως που κάνει να αναφαίνεται η χάρις μερικών γραμμών και μερικών χρωμάτων. Λοιπόν αυτό το φως, που λείπει στον ουρανόν της Αγγλίας, αυτές οι γραμμές και αυτά τα χρώματα, θα εξαφανισθούν ή θα μείνουν κρυμμένα».
Ο Βρετανός λόγιος Κλαρκ, από την πλευρά του, προσπαθώντας να ρίξει από πάνω του την ευθύνη για το γεγονός ότι ένας συμπατριώτης του διέπραξε αυτή τη βαρβαρότητα, δημοσιεύει: «Ο γράφων ευχαρίστως θα απέφευγε να θίξη το θέμα τούτο αλλ΄ αφού έγινεν αυτόπτης μάρτυς των τότε διαπραχθέντων, ένα από τα καθήκοντά του που οφείλει να μην αμελήσει διηγούμενος τις οδοιπορίες του, είναι και τούτο. Κι αν το σύγγραμμά του μέλει να επιζήσει, δεν πρέπει δια της παρασιωπής του γεγονότος της λαφυραγωγήσεως των εν Αθήναις ιερών, να υποτεθή ότι η σιωπή αυτή εμφαίνει ουδ΄ επ΄ ελάχιστον κάποιαν έγκρισιν των μέτρων, τα οποία συνετέλεσαν τόσον σπουδαίως εις την καταστροφήν των ιερών εκείνων».
Είναι κι άλλοι πολλοί οι οργισμένοι άνθρωποι του πνεύματος, ταξιδευτές στην πλειονότητά τους, που βρέθηκαν στην Αθήνα προκειμένου να θαυμάσουν από κοντά τα δείγματα του σπουδαίου κλασσικού ελληνισμού, τα οποία άρπαξε και φυγάδευσε ο ξένος τιτλούχος. Είναι αυτοί που κατήγγειλαν σε όλους τους τόνους το έγκλημα που διαπράχθηκε.
Βουλευτής στο Βρετανικό Κοινοβούλιο το 1816: Επιστρέψτε τα γλυπτά χωρίς διαπραγμάτευση
Αλλά η άφιξη των κλοπιμαίων στο Λονδίνο δεν τυγχάνει της υποδοχής που αναμένει ο Έλγιν. Τεχνοκριτικοί, γνώστες, εκθειάζουν τα νέα αποκτήματα, πλην όμως στο βρετανικό κοινοβούλιο ανοίγουν οι φαρέτρες… Οι 35.000 χάρτινες λίρες που δαπανώνται από το δημόσιο ταμείο για την εξασφάλιση των γλυπτών, προσφέρουν πεδίο αντιπαράθεσης λαμπρό μεταξύ των αντικρουόμενων παρατάξεων. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αξιολογούν ως ανάξια του αντιτίμου τα αποκτηθέντα δείγματα της κλασσικής αρχαιότητος! Σατιρικές εφημερίδες στηλιτεύουν και διακωμωδούν τον Έλγιν. Η εφημερίδα «Morning Cronicle» συνοδεύει σκίτσο του με το δίστιχο «Λεπτά ζητούμε δια ψωμί και πέτρες μας πετάτε».
Ύστερα από κάμποσες ζωηρές συζητήσεις, κατά τις οποίες ο Έλγιν κατηγορείται ότι καταχράσθηκε τη διπλωματική του θέση προκειμένου να εμπλουτίσει τη συλλογή του, το βρετανικό κοινοβούλιο συστήνει 18μελή επιτροπή με καθήκον τη διερεύνηση της υπόθεσης και τη σύνταξη σχετικής έκθεσης. Στις 25 Μαρτίου του 1816 η επιτροπή αποφαίνεται υπέρ του Έλγιν και επικυρώνει την αγορά των γλυπτών αντί του ποσού των 35.000 λιρών. Ο προεδρεύων βουλευτής Χένρυ Μπανκς παραδέχεται ότι ο τιτλούχος συμπατριώτης του εκμεταλλεύτηκε την πρεσβευτική του ιδιότητα για την απόκτηση της συλλογής, πλην όμως δεν δέχεται ότι αυτή είναι προϊόν λαφυραγωγίας. Ο βουλευτής της αντιπολίτευσης Χιου Χάμερσλι καταγγέλλει με σθένος ως «άτιμη» τη συμφωνία με τον Έλγιν, σημειώνοντας χαρακτηριστικά «δεν έπρεπε η Βουλή να ερωτευθεί τα κόρας του αετώματος λησμονούσα ετέραν δέσποιναν, την Δικαιοσύνην. Ο Έλγιν έπρεπε να σεβασθή το υψηλόν αξίωμα, με το οποίον τον είχον περιβάλει».
Ο λάβρος λόγος του Χάμερσλι καταλήγει με την πρόταση που θα υπέβαλε κάθε δίκαιος και ευσυνείδητος κριτής ενός εγκλήματος ενορχηστρωμένου από κυβερνητικό αξιωματούχο σε βάρος ενός λαού υπόδουλου, ανήμπορου να αντιδράσει.
«Η συλλογή ώφειλε να αγορασθή και να φυλαχθεί στο Βρεταννικόν Μουσείον με κάθε ασφάλειαν, δια ν΄ αποδοθή εκεί από όπου απρεπώς ελήφθη, όταν εζητείτο από την παρούσαν ή οιανδήποτε στο μέλλον κυβέρνησιν της πόλεως των Αθηνών, χωρίς καμμία άλλην διατύπωσιν ή διαπραγμάτευσιν»…!
Η βρετανική Βουλή απορρίπτει την πρόταση, καταδικάζοντας τον αρχαιοελληνικό πλούτο σε αέναη ομηρεία, μακριά από την εστία του, και τις ελληνικές κυβερνήσεις των επομένων αιώνων σε επίμονα, αγωνιώδη αιτήματα ενός δίκαιου επαναπατρισμού.
Πηγή in.gr