Σύμφωνα με τη δήλωση της Ζεϊνέπ Μποζ, δεν υπάρχει στα αρχεία τους κανένα έγγραφο που να δείχνει ότι τα Γλυπτά πουλήθηκαν νόμιμα από τους Οθωμανούς στον Βρετανό λόρδο. Είναι γνωστό ότι το μόνο έγγραφο που επικαλείται και έχει στην κατοχή του το Βρετανικό Μουσείο είναι σε ιταλική μετάφραση και δεν φέρει κανένα επίσημο αναγνωριστικό-σφραγίδα ή υπογραφή σουλτάνου που να επικυρώνει τη γνησιότητά του. Πρόκειται απλώς για μια πρόχειρη, κίβδηλη επιστολή που παραχωρήθηκε στον Ελγιν χωρίς καθαρές διαδικασίες.
Η σημασία της δήλωσης
Παρότι η ελληνική πλευρά δεν έχει πάψει να επιμένει στην παράνομη απόκτηση των Γλυπτών, τα οποία αποσπάστηκαν με βιαιότητα από το μνημείο, από τον υπέροχο διάκοσμο του Παρθενώνα, προκαλώντας του ανυπολόγιστες ζημιές και σοκάροντας ήδη από τότε τη διεθνή κοινότητα με το μέγεθος της αγριότητας, είναι πολύ σημαντικό το επιχείρημα αυτό να επικυρώνεται πλέον για πρώτη φορά επίσημα από την τουρκική πλευρά. Μέχρι τώρα οι Βρετανοί αρνούνται τον προσδιορισμό «κλοπή» υποστηρίζοντας το νόμιμο της απόκτησης των Γλυπτών και επιμένοντας ότι έχουν στα χέρια τους οθωμανικό φιρμάνι που τους παραχωρεί την κυριότητα.
Για πρώτη φορά, όμως, και σε μια τόσο σημαντική σύνοδο όπως είναι αυτή της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO για την Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσης, υποστηρίζεται επίσημα από την τουρκική πλευρά -και μάλιστα με τρόπο κατηγορηματικό- ότι στα τουρκικά αρχεία δεν υπάρχει τέτοιου είδους επίσημο διάταγμα. Οπως δήλωσε στις ελληνικές τηλεοράσεις αλλά και στον τουρκικό Τύπο η Ζεϊνέπ Μποζ, προϊσταμένη του Τμήματος Καταπολέμησης της Λαθρεμπορίας Πολιτιστικών Αγαθών του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας, η δήλωση αυτή έρχεται σε συνέχεια μιας χρόνιας συνεργασίας ανάμεσα στις δύο πλευρές σε θέματα πολιτισμού – και ειδικά στο καίριο ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα: «Υπάρχει μια αμοιβαία συνεργασία.
Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι δύο χώρες που ανέκαθεν ήξεραν πώς να τηρούν στάση πάνω από την πολιτική. Υπό αυτή την έννοια, πρόκειται για δύο χώρες που ενεργούν ώριμα», δήλωσε χαρακτηριστικά μετά τη συνδιάσκεψη. Καθώς φαίνεται, η εκπρόσωπος της Τουρκίας είχε αποφασίσει να απαντήσει στη βρετανική πλευρά ήδη από την προηγούμενη Σύνοδο της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO για την Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσης (ICPRCP) που προηγήθηκε στο Παρίσι και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία. Για την ακρίβεια, όπως δήλωσε, είχε ενοχληθεί από το επιχείρημα -ένα από τα ελάχιστα που έχουν μείνει στους Βρετανούς, αν όχι το μόνο- περί νόμιμης κατοχής των Γλυπτών με βάση το υποτιθέμενο φιρμάνι που τους παραχωρήθηκε στο πλαίσιο των οθωμανικών νόμων εκείνης της περιόδου. Στο άκουσμα μιας τέτοιας δήλωσης η Μποζ ένιωσε την ανάγκη να επανορθώσει και έτσι επανήλθε στη συγκεκριμένη σύνοδο με επίσημη δήλωση.
«Με τον ίδιο τρόπο, δεν υπάρχει κανένα έγγραφο στα αρχεία μας που να υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Η Τουρκία ήταν πάντα υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στη χώρα τους, και η Ελλάδα υποστήριζε πάντα τις προσπάθειες της Τουρκίας κατά του λαθρεμπορίου – και οι δύο χώρες το έκαναν αμοιβαία. Πιστεύω όμως το γεγονός ότι το είπαμε τόσο ανοιχτά τράβηξε την προσοχή και το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού», δήλωσε η Μποζ, για να υπογραμμίσει χαρακτηριστικά: «Μπορεί ο καθένας να γράψει κάτι σε ένα κομμάτι χαρτί, να περιμένει να περάσουν 200 χρόνια και να το εμφανίσει ως επίσημο. Ακριβώς επειδή αυτό είναι παράνομο, το ίδιο είναι και η ιταλική μετάφραση, που στην πραγματικότητα δεν έχει καμία αξία». Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο να αποσταλεί και επίσημη γνωστοποίηση προς το Βρετανικό Μουσείο εκ μέρους της Τουρκίας που θα αρνείται τη νομιμότητα του εγγράφου, η εκπρόσωπος του τουρκικού υπουργείου Πολιτισμού δήλωσε ότι «είναι καθήκον των διπλωματών να πάρουν μια τέτοια απόφαση». «Σε αυτή τη φάση είπα στη συνάντηση ότι η Τουρκία δεν έχει τέτοιο επίσημο έγγραφο.
Και νομίζω ότι στο μέλλον θα συναντηθούν οι δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, και μαζί θα αποφασίσουν ποιο δρόμο θα ακολουθήσουν, και αν υπάρξει κοινό σημείο, είμαι σίγουρη ότι θα αποφασίσουν ποιο δρόμο θα ακολουθήσουν μέσω διμερών συναντήσεων», για να καταλήξει ότι η φιλία και η αλληλοϋποστήριξη Ελλάδας και Τουρκίας στο πλαίσιο της UNESCO δεν είναι κάτι καινούριο και αποδεικνύει την αλληλεγγύη που μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στις δύο χώρες στα τόσο σημαντικά θέματα του πολιτισμού. Είναι σημαντικό ότι τα επιχειρήματά μας τα υποστηρίζουν όλο και περισσότερα κράτη, με αποτέλεσμα μετά τη συνεδρίαση η πλειοψηφία των κρατών-μελών της διακυβερνητικής επιτροπής και χώρες όπως η Ιταλία, η Τσεχία, η Ρωσία, η Λιβύη, το Ιράκ, η Ινδία, η Χιλή, η Βενεζουέλα, ο Παναμάς, η Γουατεμάλα, η Γκαμπόν, η Ζάμπια, η Αίγυπτος, αλλά και τα κράτη-παρατηρητές (Τουρκία, Παλαιστίνη, Νικαράγουα, Ονδούρα, Βραζιλία) να υποστηρίξουν τις ελληνικές θέσεις και να ζητήσουν εμφατικά από το Ηνωμένο Βασίλειο να επιστρέψει τα Γλυπτά στην Ελλάδα.
Πού βρήκε την επιστολή
Στην προσπάθειά του να αποκτήσει πρόσβαση στον Παρθενώνα, ο λόρδος Ελγιν, εκμεταλλευόμενος τη διπλωματική του ιδιότητα και τις καλές σχέσεις που είχε με αξιωματούχους, επικαλέστηκε την ανάγκη του να προχωρήσει στη δημιουργία εκμαγείων από τα Γλυπτά που αποτελούν τον διάκοσμο του Παρθενώνα, αποστέλλοντας σχετική επιστολή στον Αμπντουλάχ Καϊμακάν Πασά, αντικαταστάτη του μεγάλου βεζίρη, το 1800 όπου ζητούσε κάποιες παραχωρήσεις για τον ίδιο και την ομάδα του στην Ακρόπολη. Οπως πληροφορούσε σχετικά με το ζήτημα απευθυνόμενος στην τουρκική πλευρά, στόχος του ήταν, μαζί με μια ομάδα καλλιτεχνών υπό την εποπτεία του Ιταλού ζωγράφου Τζ. Μπι. Λουσιέρι, να σχεδιάσουν εκμαγεία με σκοπό να διακοσμήσουν τη βίλα που διατηρούσε ο ίδιος στη Σκωτία, χωρίς φυσικά να αποκαλύπτει ότι η ουσιαστική του πρόθεση ήταν να αποσπάσει τα πρωτότυπα! Κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί, ούτε καν η τουρκική πλευρά, ότι ο αξιότιμος λόρδος είχε σκοπό να αφαιρέσει τμήματα του μνημείου και ότι ζητούσε συναίνεση για ένα τέτοιο πρωτόγνωρο έγκλημα.
Δεν είναι τυχαίο ότι διασώζεται μόνο η μετάφραση της επιστολής αυτής στα ιταλικά, που ήταν η ευρέως διαδεδομένη διπλωματική γλώσσα της εποχής, πριν από την επικράτηση της γαλλικής, αλλά όχι το αρχικό αίτημα που υποστηρίζει ότι υπέβαλε ο Ελγιν. Οπως επισημαίνει χαρακτηριστικά η κυρία Κόρκα, «επί του κειμένου αυτού δομήθηκε όλη η βρετανική επιχειρηματολογία και στηρίχτηκε η νομιμοποίηση των αποκτημάτων του Αγγλου πρέσβη. Παράλληλα ο Elgin προσέφερε πλούσια δώρα και χρήματα στους Οθωμανούς αξιωματούχους της Αθήνας για την επιδίωξη των σκοπών του, με τους τελευταίους να σιωπούν από φόβο και συμφέρον».
Στο ίδιο κείμενο η αρχαιολόγος αποκαλύπτει ότι οι οθωμανικές αρχές στην Αθήνα, βλέποντας τις φοβερές ζημιές που επέρχονταν στα μνημεία της Ακρόπολης, ζήτησαν επιπλέον να τους προσκομίσει ο Ελγιν επιστολές αναδρομικής κατοχύρωσής τους από την Υψηλή Πύλη. Ετσι ο λόρδος αναγκάστηκε, υπό πίεση, να βρει δύο αμφισβητούμενες επιστολές -και μάλιστα εκ των υστέρων- από τον μεγάλο βεζίρη που υποτίθεται ότι νομιμοποιούσαν το όλο εγχείρημα, τις οποίες οι Βρετανοί αποκάλεσαν λανθασμένα «φιρμάνια». Η κυρία Κόρκα κατά τη διάρκεια της έρευνάς της εντόπισε μια επιστολή του βεζίρη Γκαζί Γιουζούφ Ζιγκιά πασά προς τον βοϊβόδα της Αθήνας, όπου ο βεζίρης εκφράζει τα ευχαριστήριά του για την υποδοχή που προσέφερε στον λόρδο στο πλαίσιο των άριστων σχέσεων ανάμεσα στην Υψηλή Πύλη και την Αγγλία, αλλά σε καμία περίπτωση ένα επίσημο έγγραφο που θέτει ζήτημα νομιμοποίησης της απόσπασης των αρχαιοτήτων.
Η τραγική συνέχεια είναι γνωστή, καθώς ένα από τα παραφορτωμένα με τα αποσπασμένα μέλη του Παρθενώνα πλοία βούλιαξε στα ανοιχτά των Κυθήρων, με αποτέλεσμα οι αρχαιότητες να παραμείνουν στον βυθό της θάλασσας για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να μπορέσουν οι Ελληνες δύτες να τα διασώσουν – για να καταλήξουν τελικά στη Μάλτα. Τα υπόλοιπα Μάρμαρα κατέληξαν μετά από πολλές περιπέτειες στα λιμάνια της Αγγλίας, για να πουληθούν στη συνέχεια, εξαιτίας των οικονομικών αδιεξόδων του λόρδου, στο Βρετανικό Μουσείο και να αποτελέσουν το πρωταγωνιστικό κέντρο των συλλογών του. Η βαρβαρότητα ωστόσο και η καταστροφική αρπαγή των Γλυπτών δεν έπαψε να σοκάρει τη διεθνή κοινότητα, ακόμα και τους Βρετανούς, από τότε.
Σε αυτή τη βίαιη πράξη αναφέρθηκε με τα γνωστά ποιήματά του ο λόρδος Βύρων, τα οποία εκτίθενται, μαζί με το «φιρμάνι», στο φουαγιέ του Μουσείου της Ακρόπολης ώστε να γίνουν γνωστά σε όλο τον κόσμο που περνάει από το μουσείο. Πρόκειται για τα ποιήματα «Η κατάρα της Αθηνάς» και «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ», τα οποία ο επισκέπτης μπορεί να διαβάσει στις δύο πλευρές του πίνακα του Λουί Ζοζέφ Τουσάν Ροσινιόν με λευκά γράμματα σε μπλε φόντο – χρώματα κυρίαρχα στη μικρή εκθεσιακή γωνιά: «Τέτοιο, Αθήνα μου, ένα δείλι ήτανε που ο σοφός σου εχαιρέτησε για πάντα τ’ απαλό, το χρυσό φως σου», διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, από την «Κατάρα της Αθηνάς» και «Τον ματωμένο κόρφο σου, τ’ αγάλματα ν’ αρπάξουν. Για τον Βοριά του μισητού τα σκοτεινά τεμένη» από «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ».