Σε νέο κύκλο επιβάρυνσης εισέρχονται από σήμερα όλα τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, με εξαίρεση τα στεγαστικά, μετά τη νέα απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να προχωρήσει σε μια ακόμη αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 25 μονάδες βάσης.
Από την άλλη πλευρά, «καθηλωμένα» παραμένουν από τον περασμένο Φεβρουάριο τα επιτόκια στις καταθέσεις καθώς μετά από σειρά μικρές, σχετικά, αναπροσαρμογές που ανακοινώθηκαν από τις τράπεζες εκείνο το διάστημα, δεν υπήρξε συνέχεια.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο που επεξεργάζονται οι αναλυτές, στην πλειονότητά τους εκτιμούν ότι θα ακολουθήσει μία ακόμη- πιθανότατα η τελευταία – αύξηση των επιτοκίων κατά 0,25% στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο.
Παράθυρο η για παύση επιτοκίων τον Σεπτέμβριο
Ήδη χθες η Πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ παρότι έστειλε αυστηρά μηνύματα για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού ταυτόχρονα άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο παύσης τον αυξήσεων επιτοκίων τον Σεπτέμβριο.
Η κ. Λαγκάρντ απέκλεισε να μειωθούν τα επιτόκια, αφήνοντας ανοικτά τα ενδεχόμενα νέας αύξησης ή και παύσης τον Σεπτέμβριο και υπογραμμίζοντας ότι όλα θα εξαρτηθούν από τα επόμενα στοιχεία (κυρίως τις ανακοινώσεις για τον πληθωρισμό) και τις νεότερες μακροοικονομικές προβλέψεις που θα παρουσιάσουν οι υπηρεσίες της ΕΚΤ στο συμβούλιο, τον Σεπτέμβριο.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι, ακόμη και αν υπάρξει μια παύση τον Σεπτέμβριο, οι αποφάσεις για τα επιτόκια θα λαμβάνονται κάθε μήνα με βάση τα νεότερα στοιχεία και προβλέψεις, κάτι που σημαίνει ότι θα μπορούσε να υπάρξει παύση και σε επόμενες συνεδριάσεις να γίνουν νέες αυξήσεις.
Ποια δάνεια αυξάνονται
Υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή τονίζει ότι μετά την χθεσινή εξέλιξη «με εξαίρεση τα ενήμερα στεγαστικά δάνεια, σε όλες τις υπόλοιπες χορηγήσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο οι δανειολήπτες θα βρεθούν μέσα στον Αύγουστο με νέες αυξημένες δόσεις». Και αυτό γιατί όπως εξηγεί «τα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενο επιτοκίου εντάσσονται στο πλαίσιο προστασία που ανακοίνωσαν οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης, «παγώνοντας» στο 2,85% και για 12 μήνες το Euribor». Ως εκ τούτου το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης αυτών των χορηγήσεων θα διατηρηθεί στα επίπεδα που βρισκόταν στα τέλη Μαρτίου 2023» καταλήγει η ίδια πηγή.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα επιχειρηματικά ή άλλα δάνεια που συνδέονται με τα ευρωπαϊκά επιτόκια, καθώς το μεγαλύτερο μέρος τους, σε ποσοστό άνω του 90%, αποτελείται από προγράμματα κυμαινόμενων δόσεων. Οι συγκεκριμένοι δανειολήπτες θα δουν τις δόσεις τους να αυξάνονται για ακόμα μία φορά, ενώ απαγορευτικά κρίνονται ήδη τα επιτόκια για όσους επιθυμούν να κάνουν σήμερα χρήση της τραπεζικής χρηματοδότησης.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι εντοπίζονται σε μικρές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κλάδους που εξαρτώνται άμεσα από την εγχώρια ζήτηση, η οποία καταγράφει κάμψη το β΄ τρίμηνο του έτους.
Απαγορευτικός και ο νέος δανεισμός
Εκτός από τους υφιστάμενους δανειολήπτες απαγορευτικά κρίνονται ήδη τα επιτόκια για όσους επιθυμούν να κάνουν σήμερα χρήση της τραπεζικής χρηματοδότησης.
Το τελευταίο διάστημα, βέβαια, οι δανειολήπτες επιλέγουν πρωτίστως δάνεια με σταθερό επιτόκιο για ένα αρχικό διάστημα – συνήθως πέντε ετών – και στη συνέχεια, κυμαινόμενο. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, το κόστος επί της μηνιαίας δόσης δεν είναι μικρό (σ.σ. κυμαίνεται σε ένα εύρος μεταξύ 3% και 4,40% αναλόγως τη διάρκεια), ενώ θεωρείται πιθανό πως οι τράπεζες θα προχωρήσουν, επίσης, σε αναπροσαρμογές στην τιμολογιακή πολιτική τους, μετά και τη νέα αύξηση από την ΕΚΤ.
Κίνδυνος για νέο κύμα κόκκινων στεγαστικών
Την ίδια στιγμή σε πονοκέφαλο εξελίσσεται για τις τράπεζες το πλαφόν στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, με τον κίνδυνο μιας ξαφνικής αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης και κατ’ επέκταση, επιδείνωσης της ποιότητας ενεργητικού μετά τη λήξη του προγράμματος να είναι κάτι παραπάνω από ορατός.
Το πρόβλημα ανέδειξε ο οίκος Fitch Ratings σε πρόσφατο report του για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Το πλαφόν στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων περιορίζει τις πιέσεις στους δανειολήπτες από την αύξηση του κόστους δανεισμού, την ίδια ώρα, όμως, αποκρύπτει την πραγματική ικανότητα του δανειολήπτη να εξυπηρετήσει το χρέος και θα μπορούσε να οδηγήσει σε ξαφνική επιδείνωση της ποιότητας ενεργητικού, εάν τα επιτόκια έχουν αυξηθεί σημαντικά όταν θα λήξει το πρόγραμμα αυτό».
Σύμφωνα με την απόφαση των τραπεζών, το πλαφόν στα επιτόκια (2,70% για το Euribor ενός μηνός, 2,85% για το Euribor τριών μηνών, 3,30% για το επιτόκιο ΕΚΤ (MRO) και 1,20% για το επιτόκιο Saron – Swiss Average Rate Overnight – βάσει του οποίου προκύπτουν τα αντίστοιχα Libor για το ελβετικό φράγκο) θα διαρκέσει έως και τον Απρίλιο του 2023. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως την επομένη της λήξης του προγράμματος η τιμολόγηση των επίμαχων δανείων θα γίνεται με βάση το επιτόκιο, όπως θα έχει διαμορφωθεί τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Δεδομένου ότι η ΕΚΤ δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει πλήρως τις προθέσεις της, με τους επενδυτές να έχουν ήδη ποντάρει σε μια τουλάχιστον επιτοκιακή αύξηση ς των 25 μονάδων βάσης είναι κάτι παραπάνω από πιθανό πολλοί δανειολήπτες να εμφανίσουν αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων τους, ανεβάζοντας το ήδη υπάρχον στοκ.