Βιβλία πέντε Ελλήνων πεζογράφων για τις αναγνώσεις του καλοκαιριού προτείνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, διαβάζοντας και υπενθυμίζοντας νουβέλες, μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων που κυκλοφόρησαν τους τελευταίους μήνες. Διαφορετικοί σε ηλικία συγγραφείς, προερχόμενοι και από τις πιο διαφορετικές γενιές, αναλαμβάνουν να καλύψουν ένα σύνολο επίσης πολύ διαφορετικών μεταξύ τους θεμάτων, χρησιμοποιώντας ο καθένας το δικό του ύφος και τη δική του τεχνική.
Με τη νουβέλα «Ματούλα Μυλλέρου: Πάροικος και παρεπίδημος», εκδόσεις Ίκαρος, ο Δημήτρης Νόλλας αποφασίζει να κολυμπήσει στα βαθιά νερά της Ιστορίας, ξεκινώντας από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και φτάνοντας λίγο πριν από τη δικτατορία του 1967. Ο συγγραφέας θα σταθεί περισσότερο στον Εθνικό Διχασμό και στις άμεσες συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ποιοι ακριβώς πρωταγωνιστούν εδώ; Μια Ελληνογερμανίδα παιδαγωγός, η Ματούλα, που πρώτα αναζητεί τις ρίζες της στη Βαυαρία (όπου πιάνει επαφές με τη Σοβιετική Δημοκρατία Μονάχου, δηλαδή τους Βαυαρούς δημοκράτες στους οποίους ανήκε και ο Μπρεχτ) κι ύστερα δικάζεται για την παράνομη ίδρυση και λειτουργία ενός σχολείου για τα παιδιά των προσφύγων του 1922 στη Θεσσαλονίκη. Στο κάδρο μπαίνει επίσης ένας Άγγλος δημοσιογράφος, ο Μάικλ Στιούαρτ, που πηγαίνει στην Κορσική για να συναντήσει τους εξόριστους φιλοβασιλικούς μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, ενώ στην πραγματικότητα ενδιαφέρεται να ψάξει στην Ελλάδα την υπόθεση του μεγάλου παραχαράκτη και πλαστογράφου του 19ου αιώνα Κωνσταντίνου Σιμωνίδη. Υπάρχει επίσης ο Κλεάνθης Παπαντινόπουλος, γραμματέας του ανιψιού του Σιμωνίδη στην Κορσική. Οι δύο άντρες ερωτεύονται τη Ματούλα χωρίς να καταλήξουν κάπου μαζί της και η ίδια θα φτάσει μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οπότε και όλως περιέργως θα εξαφανιστεί. Πέθανε; Αυτοκτόνησε; Δεν υπήρξε ποτέ και τη φαντάστηκαν οι απόγονοι του Παπαντινόπουλου, που ανήκουν στη γενιά του Νόλλα; Ένα βιβλίο γεμάτο άλυτα μυστήρια και πολλαπλούς υπαινιγμούς για τη μοίρα του ατόμου και της Ιστορίας.
Με το μυθιστόρημά του «Ονειρεύτηκα τη Σαγκάη», εκδόσεις Διόπτρα, ο Γιάννης Ξανθούλης βάζει στο κέντρο της δράσης τον Πετρόκαμπο, ένα χωριό που κάποτε ευημερούσε και τώρα παρακμάζει. Μαζί κι ένας παλιός του κάτοικος, ο Απόστολος (Λάκης) Μπούγας, ο οποίος αφού έγινε αστέρας πορνογραφικών ταινιών και διέπρεψε στη Γερμανία, αφήνει τώρα την τεράστια περιουσία του στη μικρή γενέτειρά του, υπό την προϋπόθεση να ιδρυθεί μουσείο στο όνομά του με θέμα τις καλλιτεχνικές και τις ερωτικές του επιδόσεις. Η ιστορία περιπλέκεται απρόσμενα και το τέχνασμα αυτό δίνει στον Ξανθούλη την ευκαιρία να στήσει ένα πανηγύρι δαιμόνιας κοινωνικής σάτιρας με έναν αφηγητή και μια σειρά πρωταγωνιστών οι οποίοι μοιάζουν ικανοί να διαλύσουν με τρελό κέφι τα πάντα: τη μανία για τη δόξα και το χρήμα, τις μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες, την κάμψη της μέσης και τους επισπεύδοντες συμβιβασμούς, καθώς και την ιδέα πως όλα έχουν μετρήσιμη αξία και το μόνο το οποίο απαιτούν είναι η με κάθε τρόπο εξαργύρωσή της.
Στη νουβέλα της Ούρσουλας Φωσκόλου «Ήσυχα να πας», εκδόσεις Κίχλη, το φωτεινό αστέρι της νύχτας, ο Έσπερος, ταυτίζεται με μιαν υπόσχεση αθωότητας η οποία οδεύει προς το άγνωστο και το αχαρτογράφητο. Αν με τα προηγούμενα πεζογραφικά της βιβλία η Φωσκόλου παραπέμπει μέσω της λογοτεχνικής της φαντασίας σε μια ανοίκεια και δυσανάγνωστη πραγματικότητα, με την καινούργια δουλειά της ανοίγει μια πόρτα στην επιστημονική φαντασία. Το μεγαλύτερο μέρος της νουβέλας μιλάει για τη ζωή στον πλανήτη Γκλίζε, όπου ο Έσπερος, κάτι μεταξύ εταιρείας διαπλανητικών εγκαταστάσεων, κοινωφελούς ιδρύματος και επιστημονικού οργανισμού, έχει υπό την εποπτεία του μια αποικία ιδανικών προδιαγραφών. Η απροσδόκητη μολοντούτο συνάντηση της Ολίβιας με έναν θείο της, που είναι παλαιός άποικος, θα την κάνει να αναρωτηθεί, διαμέσου μιας σειράς ανεπαίσθητων προειδοποιήσεων, για την τελειότητα των πάντων η οποία περιβάλλει την ίδια και τον σύντροφό της. Το «Ήσυχα να πας» και η Γκλίζε είναι ένα τοπίο σκοπίμως αναπάντητων ερωτημάτων, που υπαινίσσεται, ωστόσο, πως ο ευτυχής πλανήτης είναι η πύλη για το κενό, μια πηγή της λήθης και της λησμονιάς.
Με τη συλλογή διηγημάτων της «Δέρμα», εκδόσεις Πόλις, η Βίβιαν Στεργίου, που φέτος κλείνει τα τριάντα, θέλει να μιλήσει για τη γενιά της, τους Μιλένιαλ (Millennials). Τα παιδιά της νέας Χιλιετίας, που διαδέχθηκαν μια άλλη γενιά, την Generation X, μοιάζουν αρκετά στους ακόμη νέους προκατόχους τους: από την παγκοσμιοποίηση και την ανοδική φορά της ατομικής ανεξαρτησίας στο οικονομικό ή στο οικογενειακό επίπεδο μέχρι την καθ’ ολοκληρίαν εμπλοκή με τους υπολογιστές και το διαδίκτυο και την εξάπλωση της ανεργίας και των περιστασιακών εργασιακών θέσεων. Όπως και να έχει, γεννημένοι κατά βάσιν στη δεκαετία του 1990, οι Μιλένιαλ ετοιμάζονται τώρα να μπουν στην ηλικία της πρώτης ωριμότητας. Οι ήρωες έχουν κάνει ήδη τα πρώτα επαγγελματικά τους βήματα και η δυσφορία με τον εαυτό τους, με τον περίγυρο και με τους άλλους είναι περισσότερο χωνεμένη και αρθρωμένη: κάτι πια κυνηγάει επί μονίμου βάσεως τα παιδιά της Χιλιετίας, κάτι τείνει να ριζώσει βαθύτερα τόσο στον ψυχισμό όσο και στις κοινωνικές τους αντιδράσεις, με τα ίδια να μετακινούνται μεταξύ Άμστερνταμ, Αθήνας και Βερολίνου, μιλώντας τα γερμανικά και τα αγγλικά σαν μητρικές τους γλώσσες, έχοντας σπουδάσει παντοειδείς επιστήμες και δουλεύοντας για να κερδίσουν τα του καθ’ ημέραν βίου σε άσχετες, ακόμα και ταπεινωτικές για τις σπουδές τους εργασίες, εκτός κι αν έχουν πάρει κιόλας την άγουσα για περίλαμπρη καριέρα στον χρηματοπιστωτικό τομέα, χωρίς πάντως να αποκτούν ποτέ ως εξ αυτού και αυξημένο κύρος.
Και κλείνουμε με ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, το «Οι ναυαγοί του Αυγούστου», εκδόσεις Ίκαρος, της Ευτυχίας Γιαννάκη, όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει η ανεξιχνίαστη δολοφονία του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, πριν από πολλά χρόνια, στην Αθήνα. Ένας καθηγητής Ποινικού Δικαίου και υποψήφιος για την Ακαδημία Αθηνών, βρίσκεται νεκρός στη μονοκατοικία του στο Ψυχικό, με γυναικεία εσώρουχα δίπλα του, σε έναν τόπο εγκλήματος που θυμίζει θεατρικό σκηνικό. Ο αστυνόμος Χάρης Κόκκινος επιστρέφει βιαστικά από τις διακοπές του στην Πάρο για να αναλάβει δράση, εξετάζοντας εις βάθος τον βίο και την πολιτεία θυμάτων και θυτών, χωρίς να αφήσει απέξω τον εαυτό του. Τελευταίο μέρος της «Τριλογίας του βυθού». Η Γιαννάκη υπενθυμίζει τις πυρκαγιές στη Βαρυμπόμπη, ανασύρει τον φάκελο της δολοφονίας του Ταχτσή, κάνει λόγο για την εμπορία βρεφών, αλλά δεν ξεχνά να μιλήσει και για τα παιχνίδια της εξουσίας.
Πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ