Ένσταση αντισυνταγματικότητας επί του άρθρου 15 του νομοσχεδίου, υπό το φως της έκθεσης της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής, υπέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το άρθρο αφορά στον προσδιορισμό του τεκμαρτού εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών στη βάση του κατώτατου μισθού. Η ένσταση αντισυνταγματικότητας θα συζητηθεί σε λίγη ώρα.
Στην ένσταση αντισυνταγματικότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει τα εξής: «Οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΠΣ που υπογράφουμε, προβάλλουμε ένσταση και αντιρρήσεις λόγω αντισυνταγματικότητας κατά του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ως προς το άρθρο 15 του σχεδίου νόμου.
Με το άρθρο 15 εισάγεται νέο σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού του ελάχιστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα (εκτός του εισοδήματος από αγροτική δραστηριότητα) που αποκτούν φυσικά πρόσωπα (με την εξαίρεση των προσώπων που αποκτούν εισόδημα από έως και τρεις εργοδότες, και αυτών που παρουσιάζουν αναπηρία άνω του 80%), συναρτώμενο καταρχήν προς το ετήσιο ποσό του νομοθετημένου μεικτού κατώτατου μισθού ή προς το ποσό που αντιστοιχεί στις μεικτές αποδοχές του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου που απασχολείται από το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο και έως 30.000 ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται έως 30% αναλόγως του χρόνου έναρξης της επαγγελματικής δραστηριότητας του υποχρέου και, περαιτέρω, σε αυτό προστίθεται (α) ποσό ίσο με το 10% της ετήσιας δαπάνης μισθοδοσίας (και έως 15.000 ευρώ), και (β) ποσό που ανέρχεται σε 5% επί του ποσού κατά το οποίο ο κύκλος εργασιών του υποχρέου υπερβαίνει τον μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών του συνόλου των επιχειρηματιών που ασκούν την ίδια δραστηριότητα (βάσει του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας από την οποία ο υπόχρεος αντλεί τα υψηλότερα έσοδα). Το ως άνω προσδιοριζόμενο ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα δεν μπορεί να υπερβεί τις 50.000 ευρώ.
Η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 15 αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), εν όψει, όχι μόνο της ουσιώδους διαφοράς των συνθηκών απασχολήσεως των εν λόγω δύο κατηγοριών προσώπων αλλά, προεχόντως, λόγω της ριζικής, επί συνταγματικού επιπέδου, διαφοράς του νομικού καθεστώτος υπό το οποίο οι μισθωτοί παρέχουν τις υπηρεσίες τους εν σχέσει προς τους μη μισθωτούς (αυτοαπασχολούμενους).
Οι μισθωτοί και οι μη μισθωτοί τελούν υπό “ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος”.
Πράγματι, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, τα έσοδα των μισθωτών χαρακτηρίζονται από σταθερότητα, καθώς προέρχονται από έναν, κατά κανόνα, εργοδότη, ο οποίος δεσμεύεται καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους σε αυτόν να τους καταβάλλει συγκεκριμένο μισθό, ενώ οι δαπάνες που συνδέονται με την εργασία τους, κατά κανόνα, δεν βαρύνουν αυτούς, αλλά τον εργοδότη τους, σε αντίθεση με τους μη μισθωτούς των οποίων τα έσοδα συναρτώνται από πλήθος παραγόντων (στους οποίους, πάντως, δεν περιλαμβάνεται το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου τους), με αποτέλεσμα να μην είναι ποτέ σταθερά, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις δαπάνες τους που βαρύνουν τους ίδιους.
Στο πλαίσιο αυτό, σε αντίθεση με τους μισθωτούς, το εισόδημα των μη μισθωτών είναι διαρκώς μεταβαλλόμενο, δεν συναρτάται, καταρχήν, με τους παράγοντες που διαμορφώνουν το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού (άρθρο 134 παρ. 2 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, π.δ. 80/2022) ή του μισθού του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, ενώ δεν αποκλείεται να είναι και αρνητικό (ζημίες), κυρίως στους τομείς της βιοτεχνίας και του εμπορίου, ενδεχόμενο που αναγνωρίζει και ο φορολογικός νομοθέτης, παρέχοντας τη δυνατότητα μεταφοράς της σχετικής ζημίας και συμψηφισμού της με μελλοντικά κέρδη κατά τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος των επόμενων πέντε ετών (άρθρο 27 παρ. 1 ΚΦΕ).
Συνεπώς, η επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για τη συναγωγή τεκμηρίου ως προς το ύψος του ελάχιστου καθαρού εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτά ένα φυσικό πρόσωπο βάσει του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή, πολύ περισσότερο, των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, προσκρούει στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ.1 και 5 του Συντάγματος».
Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Νίκος Παππάς, ανέφερε ότι το Σύνταγμα δεν απαγορεύει να φορολογούνται οι Έλληνες και οι Ελληνίδες με τεκμήρια. Όμως, υπό δύο σοβαρές προϋποθέσεις: Τα τεκμήρια να είναι μαχητά και να βασίζονται σε διδάγματα κοινής πείρας.
«Εδώ δεν έχουμε διδάγματα κοινής πείρας. Υπογραμμίζεται με εμφατικό τρόπο από την έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου, και αν υπάρχουν κάποια διδάγματα πείρας, δεν είναι κοινά. Δεν είδαμε κόμμα της αντιπολίτευσης ή έναν φορέα να μοιράζεται τα διδάγματα πείρας που έχει ο συγγραφές του νόμου, ο οποίος μάλλον είναι διαφορετικός από τον συγγραφέα της ανάλυσης συνεπειών της ρύθμισης. Η ανάλυση συνεπειών δεν παραπέμπει σε πραγματικά δεδομένα για τον προσδιορισμό του τεκμαρτού εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων και των ελευθέρων επαγγελματιών με βάση τον κατώτατο μισθό. Καταθέτουμε, λοιπόν, ένσταση αντισυνταγματικότητας», τόνισε ο κ. Παππάς επισημαίνοντας ότι είναι μείζον να συζητηθεί τώρα η ένσταση αντισυνταγματικότητας, δηλαδή πριν ανέβει στο βήμα ο πρωθυπουργός.
Τροπολογίες του ΠΑΣΟΚ
Στο μεταξύ με τροπολογία που κατέθεσε στο νομοσχέδιο το ΠΑΣΟΚ προτείνει μείωση προστίμων και τόκων σε περίπτωση υποβολής τροποποιητικής δήλωσης και εφάπαξ εξόφλησης εντός 60 ημερών.
«Με σκοπό τη διευκόλυνση των φορολογουμένων, την επιτάχυνση είσπραξης των φόρων καθώς και τη μείωση των ενδικοφανών προσφυγών, προτείνεται η προθεσμία εφάπαξ εξόφλησης να γίνεται σε διάστημα εξήντα ημερών από τριάντα για να μπορέσει ο φορολογούμενος να αναζητήσει πηγές χρηματοδότησης προς εξόφληση των φόρων και το σπουδαιότερο η μείωση του 60% στη μείωση του προστίμου να ισχύσει και για τους προκύπτοντες τόκους. Οι τόκοι που καταβάλλονται λόγω καθυστερημένης εξόφλησης ανέρχονται σε 8,76% χρόνο, δηλαδή εμπεριέχουν επί της ουσίας και ποινή και όχι μόνο τόκους χρηματοοικονομικών ροών.
Με αυτό τρόπο θα ολοκληρώνονται γρηγορότερα υποθέσεις που ελέγχονται και θα υπάρξει μείωση εργατοωρών απασχόλησης των δημοσίων οργάνων και βεβαίως θα επιταχυνθούν οι εισπράξεις ελεγχομένων υποθέσεων», αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση. Περαιτέρω σημειώνεται ότι με τις προτεινόμενες διατάξεις αποκαθίστανται οι αρχές χρηστής διοίκησης και προτείνεται να μην επιβάλλεται το πρόστιμο που ισούται με το 50% του ΦΠΑ που προβλέπεται περίπτωση διαπίστωσης διαβίβασης των δεδομένων των συνόψεων εκδοθέντων παραστατικών εσόδων λιανικής, όταν διαπιστώνεται ότι η μη υποβολή οφείλεται σε τεχνικό σφάλμα και εφόσον προκύπτει ότι τα φορολογικά στοιχεία έχουν νομίμως εκδοθεί, έχουν εμπρόθεσμα καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία και έχουν αποδοθεί οι φόροι που αναλογούν σε αυτά εφόσον παρήλθε η προθεσμία υποβολής των αντιστοίχων δηλώσεων. Με τις διατάξεις αυτές αποδίδεται δικαιοσύνη και στην περίπτωση αυτή, όπως αντιστοίχως ίδιος ΚΦΔ προβλέπει στα άρθρα 54 Ε και 54 ΣΤ σε ανάλογες κατηγορίες προστίμων», αναφέρει το ΠΑΣΟΚ.
Με άλλη τροπολογία το ΠΑΣΟΚ προτείνει θέσπιση ακατάσχετου τραπεζικού λογαριασμού επαγγελματιών, επιχειρήσεων και αγροτών.
πηγή: news247.gr