Και πως να μην είναι αφού στις οκτώ αυτές δεκαετίες της ζωής της έζησε σχεδόν τα πάντα: Λάμψη, επιτυχίες, κορυφαίες συνεργασίες, αναγνωσιμότητα, αγάπη, έρωτες αλλά και καταπίεση και μοναξιά και βία και πόνο και σκοτάδια… Ποτέ όμως δεν το έβαλε κάτω. Συνέχιζε να πορεύεται, να παλεύει με όλες της τις δυνάμεις, να πέφτει και να ξανασηκώνεται, να προχωρά, με το κεφάλι ψηλά, μέχρι το τέλος του δρόμου της και με βασική, πρωταρχική της ανάγκη της την ελευθερία.
Την είχε στερηθεί, άλλωστε, την ελευθερία στα πρώτα χρόνια της ζωής της από την σκληρή και καταπιεστική μητέρα της που δεν τής επέτρεπε να ανεξαρτητοποιηθεί. Μεγαλωμένη σε μια οικογένεια από την οποία απουσίαζε η ανδρική φιγούρα, καθώς ο πατέρας της έφυγε από το σπίτι όταν εκείνη ήταν μόλις 8 ετών, χρειάστηκε να δώσει πολλές και σκληρές μάχες μέχρι να καταφέρει να κερδίσει την πολυπόθητη προσωπική της ελευθερία.
Κι ίσως μοιάζει οξύμωρο σε σχέση με την δυναμική εικόνα που είχαμε όλοι στο νου μας για εκείνη, αλλά χρειάστηκε να φτάσει στα 28 της χρόνια για να κάνει την μεγάλη προσωπική της επανάσταση, να ανοίξει την πόρτα και να φύγει από το πατρικό σπίτι αφήνοντας πίσω οριστικά όλα όσα την πίεζαν ασφυκτικά και δεν τής επέτρεπαν να εξελιχθεί όπως η ίδια ήθελε.
«Ήμουν ένα παιδί καταπιεσμένο από τη φαμίλια, από τη Γερμανίδα νταντά από μία μαμά πολύ αυστηρή. Αυτή τη στάση που έχουν τα πόδια μου, έφαγα πολύ ξύλο για να την μάθω. Μία κοσμοθεωρία φρικτή. Έκανα την επανάστασή μου όταν απέκτησα οικονομική αυτοτέλεια, ήμουν 28 χρονών και μπορούσα να νοικιάσω ένα σπίτι, πήρα αυτοκίνητο δικό μου και μπόρεσα να φύγω από το σπίτι, από τη μαμά μου. Απερίγραπτο συναίσθημα να ανοίγεις την πόρτα του δικού σου σπιτιού, αλλά και μοναχικό συναίσθημα. Αλλά είναι ωραίο να μην εξαρτάσαι από άλλους. Η ανεξαρτησία, η αυτοτέλεια, η αυτονομία είναι ωραίο πράγμα είναι μαγεία. Ειδικά όταν έχεις στερηθεί τόσο πολύ» είχε εξομολογηθεί η ίδια σε πρόσφατη συνέντευξή της.
Κι ύστερα ήρθε ο κινηματογράφος και ο Φίνος που τής έδωσε, το 1954, τον πρώτο της μικρό ρόλο στο «Χαρούμενο Ξεκίνημα» με την δεύτερη εμφάνισή της στο πανί να έρχεται τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1958, στο «Τελευταία Ψέμα» του Μιχάλη
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 η Μαίρη Χρονοπούλου θα εκτοξευθεί και να αναδειχτεί σε μια από τις μεγαλύτερες σταρ του ελληνικού κινηματογράφου. Το ταλέντο της σε συνδυασμό με την γήινη αλλά έντονη γοητεία της την καθιστούν ιδανική παρτενέρ των μεγάλων πρωταγωνιστών της εποχής, σε πλήθος κοινωνικών δραματικών ταινιών, του Δαλιανίδη, του Δημόπουλου, του Φώσκολου, μεταξύ των οποίων τα θρυλικά «Κόκκινα Φανάρια» αλλά και τα «Πολύ Αργά για Δάκρυα», «Οι Αδίστακτοι», «Κοινωνία Ώρα Μηδέν», «Η Λεωφόρος του Μίσους» και «Ορατότης Μηδέν».
Παράλληλα, όμως, θα αποτελέσει και μια από τις πλέον αγαπημένες και διαχρονικές φιγούρες του ελληνικού κινηματογραφικού μιούζικαλ βάζοντας την σφραγίδα της σε ρόλους που άφησαν εποχή, τους οποίους ερμήνευσε μοναδικά παίζοντας, χορεύοντας αλλά και τραγουδώντας εξαιρετικά. Ποιος δεν την θυμάται στο «Μια Κυρία στα Μπουζούκια» να τραγουδά μοναδικά «Του αγοριού απέναντι πείτε του πως το θέλω», φορώντας το θρυλικό εκείνο μαύρο φόρεμα με τη βαθιά μαχαιριά στο στήθος και το υπέροχο «Έκλαψα χθες» στις «Θαλασσιές τις Χάντρες» ή να χορεύει το «Τόσα καλοκαίρια», μαζί με τον Λάκη Κομνηνό στο «Γοργόνες και Μάγκες»; Τρία μιούζικαλ ήταν υπεραρκετά για να δημιουργήσει αναμνήσεις μιας ζωής…
Παρόλα αυτά η Μαίρη Χρονοπούλου δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες της αλλά επέλεξε να τολμήσει και να τσαλακώσει την εικόνα της ερμηνεύοντας απροσδόκητους ρόλους είτε στο θέατρο είτε στον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ο μέγας Θόδωρος Αγγελόπουλος την επέλεξε για να συμμετάσχει σε δύο ταινίες του, στους «Κυνηγούς» αλλά και στο «Ταξίδι στα Κύθηρα», όπου αποκάλυψε εντελώς διαφορετικές πτυχές της υποκριτικής της φυσιογνωμίας όπως και στα «Παιδιά της Χελιδόνας» του Κώστα Βρετάκου αλλά και στο «Προς την Ελευθερία» του Χάρη Παπαδόπουλου.
«Ήμουν πάντα ο άντρας της ζωής μου» δήλωνε με νόημα η ίδια, γεγονός που εξηγούσε, πιθανότατα, το γιατί έζησε για τόσα πολλά χρόνια μόνη της. Γυναίκα με πάθος και με έντονη προσωπικότητα φυσικά και γεύτηκε τον έρωτα. Πάντα όμως φρόντιζε να βάζει τους όρου της.
Η πρώτη σχέση της που έγινε γνωστή ήταν αυτή με τον Ανδρέα Μπάρκουλη. Οι δυο τους μάλιστα είχαν αρραβωνιαστεί αλλά δεν προχώρησαν μαζί.
Αρκετά αργότερα, το 1975, θα παντρευτεί με τον τότε δήμαρχο Σπάτων και μετέπειτα βουλευτή Δημήτρη Μπότσαρη: «Ήθελα να μαζευτώ στον πύργο μου, σε ένα τεράστιο σπίτι. Γύρευα να φύγω από το περιβάλλον που είχα ζήσει, να γίνω νοικοκυρά» είχε πει για εκείνη την περίοδο της ζωής της η οποία επίσης δεν είχε μεγάλη διάρκεια.
Στο διάβα της ζωής της σύναψε ερωτικές σχέσεις και με άλλους άνδρες, εντός και εκτός καλλιτεχνικού χώρου, πάντα με γνώμονα τις βαθιές εσωτερικές επιθυμίες της και τα συναισθήματά της και ποτέ το συμφέρον της: «Δεν έχω χαριστεί σε κανέναν. Ούτε σε εκδότη, ούτε σε παραγωγό. Δεν είχα ποτέ σύντροφο κάποιον σπουδαίο, σημαντικό, παράγοντα. Πείτε με φτηνή, αλλά πάντα μου άρεσαν οι ωραίοι. Ένας και μοναδικός έρωτας που είχα στη ζωή μου είχε εξουσία, όχι όμως καλλιτεχνική» θα εξομολογηθεί η ίδια με περηφάνεια χρόνια αργότερα.
Πέρα όμως από τις ερωτικές της σχέσεις η Μαίρη Χρονοπούλου καλλιεργούσε και βαθιές φιλικές σχέσεις με άνδρες, συναδέλφους της ή μη. Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η μακροχρόνια φιλία που την έδενε με τον αξέχαστο Νίκο Κούρκουλο, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπε τον πατέρα και τον αδελφό που θα ήθελε να έχει στο πλάι της: «Γνωριστήκαμε όταν ήταν πρωτοετής στην σχολή κι εγώ στην σχολή Αρχαίου Δράματος, ήμασταν αδέρφια. Μου παρείχε προστασία, σκοτωνόταν για εμένα και το είχα ανάγκη αυτό…» παραδεχόταν.
Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Μαίρη Χρονοπούλου ήρθε αρκετές φορές αντιμέτωπη με εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις ακόμη και με τον ίδιο το θάνατο. Ήταν το 1999 όταν είχε ένα σοβαρότατο ατύχημα με το αυτοκίνητό της εξαιτίας του οποίου αντιμετώπισε σοβαρά κινητικά προβλήματα. Λίγα χρόνια αργότερα το σπίτι της θα πάρει φωτιά και η ίδια θα νοσηλευτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα με σοβαρά εγκαύματα. Όλες αυτές οι δοκιμασίες την ταλαιπώρησαν, την κούρασαν σωματικά και συναισθηματικά, την ανάγκασαν να μείνει μακριά και μόνη για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν την λύγισαν όμως. Τους τελευταίους μήνες η είχε επανέλθει στις καλλιτεχνικές δραστηριότητες και στις δημόσιες εμφανίσεις, με την ίδια δύναμη και την ίδια μαγκιά που πάντα την διέκριναν.